ΑΡΧΑΙΑ Β ΛΥΚ ΓΕΝ ΠΑΙΔ

Κεφάλαιο 35
   


ΠΡΟΟΙΜΙΟ

 

Η στάση του Περικλή απέναντι στο θεσμό

και η κρίση του για την αξιοπιστία του επαίνου των νεκρών.


Βασικό θέμα

Ο Περικλής αμφισβητεί  την αξιοπιστία του επιταφίου λόγου εκφράζοντας τις δυσκολίες που συναντά ο ομιλητής να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των ακροατών του, τελικώς όμως συμμορφώνεται με την παράδοση. 

 

Δομή κεφαλαίου

1.       Κοινός τόπος η συνήθεια των ρητόρων να επαινούν τον εισηγητή του επιταφίου λόγου.
       Σταθερό μοτίβο στην επιχειρηματολογία του ομιλητή ήταν η έκφραση της δυσκολίας που αντιμετώπιζε στο να ισοσταθμίσει έργα σημαντικά μόνο με λόγια. Τέχνασμα της ρητοροτεχνικής του προοιμίου να θεωρεί ο αγορητής ως δεδομένη την αδυναμία του να ανταποκριθεί με τα λόγια μόνο στα πολεμικά κατορθώματα των νεκρών και να αξιοποιεί έναν ή περισσότερους τρόπους προκειμένου να πείσει τους ακροατές του πως παρά τη δυσκολία του θα τολμήσει να ανταποκριθεί στην ανάγκη επαίνου
2.       Η αντίθετη άποψη του Περικλή για το θεσμό εκφώνησης του επιταφίου λόγου. Αιτιολόγηση της άποψής του αυτής μέσα από αντιθέσεις.
Ο Περικλής δυσκολεύεται να ανταποκριθεί στο έργο γιατί έρχεται αντιμέτωπος με δύο αντικειμενικούς παράγοντες δυσκολίας.
Ο πρώτος σχετίζεται με τον ίδιο τον ομιλητή, ο οποίος αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα του επιταφίου λόγου. Εκφράζει την άποψη ότι σε άνδρες που με έργα έδειξαν την ανδρεία τους είναι αρκετό να απονέμονται τιμές και πάλι με έργα, οπότε καθίσταται περιττή η εκφώνηση επαινετικού λόγου. Ανεπαρκής η ρητορική ικανότητα ενός ομιλητή και αβέβαιη αποτελεσματικότητα του λόγου του.
Η δεύτερη δυσκολία που αντιμετωπίζει ο Περικλής είναι αυτή που κατά κύριο λόγο εκτρέπει το προοίμιο από το συνηθισμένο τύπο. Δεν είναι οι νεκροί και οι πράξεις τους που προβληματίζουν τον ομιλητή αλλά οι ακροατές του, αυτοί που παρακολουθούν το λόγο έχοντας συγκεκριμένες απαιτήσεις και διαμορφωμένη ψυχολογική διάθεση. Πρόβλημά του δεν είναι το αξίως των νεκρων ειπειν αλλά το μετρίως ειπειν, καθώς η εφαρμογή του χρυσού κανόνα του μέτρου απειλείται από τις αντιφατικές προτιμήσεις ενός ανομοιογενούς ακροατηρίου.
3. Η δυσκολία του «μετρίως ειπειν» και η θεμελίωση της γνώμης του με επιχειρήματα:
το ακροατήριο είναι ανομοιογενές και άρα είναι δύσκολο να πειστούν όλοι εξίσου ότι ο ρήτορας λέει την αλήθεια.
3. Δύο κατηγορίες ακροατών:

       α) αυτοί δηλαδή που είχαν, όσο και ο ρήτορας, άμεση αντίληψη και προσωπική πείρα των γεγονότων και γι αυτό ευνοϊκή διάθεση να ακούσουν επαίνους γι αυτά ανάλογους με αυτά, τα οποία και γνωρίζουν και επιθυμούν.  Η δυσκολία που πηγάζει από αυτή την κατηγορία ακροατών είναι ότι δεν ικανοποιούνται από το μετρίως ειπειν, αλλά επιθυμούν να παρουσιαστεί η ανδρεία τους με τρόπο που θα εξυψώσει τους ίδιους όσο γίνεται περισσότερο. Έχοντας βιώσει τα γεγονότα, παρασύρονται από το συναίσθημα, αντιδρούν εγωιστικά και επιδεικνύοντας μεροληπτική στάση θεωρούν ότι όσα ακούγονται από το ρήτορα είναι κατώτερα από τα όσα εκείνοι έζησαν. Έτσι, ο ρήτορας αποτυγχάνει να ικανοποιήσει και να πείσει τους ευνοϊκά διατεθειμένους ακροατές.

β) όσοι δηλαδή δεν έχουν άμεση αντίληψη και εμπειρία των γεγονότων, δεν τα έζησαν από κοντά, κυρίως επειδή η ηλικία τους δεν τους το επέτρεπε. Αυτή η κατηγορία ακροατών είναι πιο αρνητική σε όσα ακούει και πιο δύσκολο να πειστεί. Η άγνοια και η απειρία γεννά τη δυσπιστία. Πολλά από τα οποία ακούνε οι άπειροι, τα θεωρούν υπερβολικά, ρητορικές μεγαλοστομίες που υπηρετούν απλώς τη σκοπιμότητα του λόγου. Η δυσπιστία όμως αυτή, σύμφωνα με τον Περικλή, εκπορεύεται και από την ίδια τη φύση του ανθρώπου να φθονεί και να απορρίπτει οτιδήποτε ξεπερνά τις δικές του δυνατότητες.
Ο ομιλητής ασχολείται με την έννοια «φθόνος» και τη σχολιάζει με τη γενίκευση ότι ως πάθος συνοδεύει τον άνθρωπο και επιβάλλει ένα ψυχολογικό όριο στους επαίνους που κάθε άνθρωπος μπορεί να ακούσει.. Ο φθόνος, λοιπόν, των άπειρων ακροατών υπονομεύει την πειστικότητα του εγκωμιαστικού λόγου, γιατί αυτοί διατίθενται δυσμενώς απέναντι στο ρήτορα με την υποψία ότι υπερβάλλει.
Από τη διαίρεση των ακροατών σε κατηγορίες και την έκταση του τμήματος που αφιερώνει στους άπειρους ο Περικλής φαίνεται ότι ενδιαφέρεται περισσότερο γι αυτούς, καθώς αυτοί είναι που πρέπει να πειστούν, να παραδειγματιστούν και τελικώς να συμπεριφερθούν ανάλογα, όταν οι περιστάσεις το απαιτήσουν. Όμως, σε αυτό το σημείο εγείρεται ο προβληματισμός: ποιος από τους Αθηναίους της εποχής του Περικλή δεν ήταν «ξυνειδώς» του μεγάλου έργου και επομένως εύνους προς το ρήτορα; Εδώ, λοιπόν, σκεπτόμενοι τον τρόπο σύνθεσης των δημηγοριών από το Θουκυδίδη και δεχόμενοι ότι ο Επιτάφιος γράφτηκε από το μεγάλο ιστορικό μετά τη λήξη του πολέμου (404 π.Χ) πρέπει να κατανοήσουμε ότι πίσω από τον πολιτικό Περικλή του 431 π.Χ. μιλάει ο ιστορικός Θουκυδίδης του 404 π.Χ. με επίγνωση της ήττας της Αθήνας. Αυτοί προς τους οποίους απευθύνεται ο Επιτάφιος δεν είναι οι Αθηναίοι της αρχής του πολέμου ως ακροατές του Περικλή, αλλά οι Αθηναίοι που ζουν τις συνέπειες της ήττας μιας μεγάλης δύναμης, οι αναγνώστες του Θουκυδίδη που αποτελούν την πρώτη γενιά της μεταπολεμικής παρακμής. Στους Αθηναίους αυτής της γενιάς κυρίως θέλει να απευθυνθεί ο Θουκυδίδης αλλά και στους μελλοντικούς αναγνώστες του λόγου του, οι οποίοι ως άπειροι των γεγονότων που εξυμνεί δε θα πείθονται εύκολα. Αυτούς θέλει να ευαισθητοποιήσει ο Θουκυδίδης, θυμίζοντάς τους το ένδοξο παρελθόν της Αθήνας και καλώντας τους να το μιμηθούν.
4. Η τελική συμμόρφωση του ρήτορα προς το έθιμο.
Ο Περικλής αμφισβητεί  την αξιοπιστία του επιταφίου λόγου εκφράζοντας τις δυσκολίες που συναντά ο ομιλητής να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των ακροατών του, τελικώς όμως συμμορφώνεται με την παράδοση. 

Βασικές επισημάνσεις

Οι αντιθέσεις του κεφαλαίου 35 και η δύναμη που αυτές προσδίδουν στο λόγο του Θουκυδίδη.
Σύνθεση από συνεχείς και δραστικές αντιθέσεις. Πιο συγκεκριμένα αντιτίθενται:
§   η στάση των περισσοτέρων ρητόρων- η στάση του Περικλή
§   τα έργα των νεκρών- τα λόγια των ρητόρων (προσοχή στην εμφαντική επανάληψη της λέξης εργω που στοχεύει στην υπαινικτική δήλωση της αντίθεσης μεταξύ έργων και λόγων)
§   οι πολλές αρετές των νεκρών- ο ένας ρήτορας που εγκωμιάζει
§   ο αντάξιος των ηρωικών κατορθωμάτων ρητορικός λόγος- ο κατώτερος των κατορθωμάτων ρητορικός λόγος
§   οι καλά πληροφορημένοι ακροατές- οι ανίδεοι ακροατές
§   η ευνοϊκή διάθεση των πληροφορημένων- ο φθόνος των ανίδεων
§   τα εγκώμια του ρήτορα κατώτερα των περιστάσεων για τους ξυνειδότας-  τα εγκώμια του ρήτορα υπερβολικά για τους άπειρους
§   οι έπαινοι που γίνονται πιστευτοί και ανεκτοί- οι έπαινοι που θεωρούνται υπερβολικοί και δε γίνονται πιστευτοί.
Ο ακροατής (ή ο αναγνώστης) βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση, παρακολουθεί με κλιμακούμενο ενδιαφέρον τους συλλογισμούς του ομιλητή και προσπαθεί διαρκώς να διακρίνει το σωστό και το λαθεμένο μεταξύ των μελών κάθε αντίθεσης. 



 

Κεφάλαιο 36



ΚΥΡΙΩΣ ΜΕΡΟΣ

Έπαινος των προγόνων και της σύγχρονης γενιάς.  Η «Πρόθεσις» του λόγου.



Βασικό θέμα


Ο Περικλής απευθύνει σύντομο έπαινο στους προγόνους, τους πατέρες και τη σύγχρονη με αυτόν γενιά και διατυπώνει με λιτότητα και σαφήνεια την κεντρική ιδέα του λόγου του: η επιτήδευση, η πολιτεία και οι τρόποι.



Δομή κεφαλαίου



Α. Έπαινος των Αθηναίων

1. Έπαινος των προγόνων.
Αιτιολόγηση του επαίνου:
α) η αυτοχθονία
β) η διατήρηση της ελευθερίας.
2.  Έπαινος των πατέρων.
Αιτιολόγηση του επαίνου:
α) η κληρονομιά της ελεύθερης Αθήνας
β) η δημιουργία της Αθηναϊκής ηγεμονίας
γ) η κληροδότηση των κεκτημένων στους συγχρόνους του ρήτορα.
3.     Έπαινος της σύγχρονης του ρήτορα γενιάς.
Αιτιολόγηση του επαίνου:
α) η ενίσχυση της πόλης σε όλους του τομείς
β) η προετοιμασία της πόλης ώστε να είναι απόλυτα αυτάρκης.

Β. Η «Πρόθεσις» του λόγου.
1. Απροσδόκητη δήλωση για παράλειψη του πολεμικού έργου των Αθηναίων.
Αιτιολόγηση δήλωσης:
α) η πρόθεση του ρήτορα να μην κουράσει το ακροατήριό του
β) η γνώση των πολεμικών έργων από το ακροατήριο
2. Το κύριο περιεχόμενο του λόγου:
α) οι τρεις παράγοντες του αθηναϊκού μεγαλείου: επιτήδευσις, πολιτεία, τρόποι
β) το εγκώμιο των νεκρών.
Το περιεχόμενο ταιριαστό για την περίσταση θα ωφελήσει τους ακροατές.

Ερμηνευτική προσέγγιση


Σύμφωνα με το διάγραμμα ενός συνηθισμένου επιταφίου λόγου, το κεφάλαιο 36 αποτελεί την πρόταση, την προδήλωση δηλαδή του κυρίως θέματος του λόγου. Έτσι ο ρήτορας πρέπει να εγκωμιάσει τους προγόνους και να παρουσιάσει το κεντρικό θέμα, το οποίο θα αναπτύξει στη συνέχεια. 
Ο Περικλής επανερχόμενος φαινομενικά στην καθιερωμένη ρητορική τάξη  ανακοινώνει στους ακροατές του την πρόθεσή του να αρχίσει με τον έπαινο των προγόνων, καθώς η εξύμνησή τους αποτελούσε κοινό τόπο για ένα τέτοιο λόγο. Με τη μνημόνευση του μεγαλειώδους προγονικού παρελθόντος και την αναφορά στους προγόνους ως αξεπέραστων προτύπων αρετής η θυσία των προκείμενων νεκρών υψώνεται στη σφαίρα της αιωνιότητας και της αθανασίας, γίνεται τμήμα της εθνικής ιστορίας και συνδέεται έτσι ως κρίκος στη μακρά αλυσίδα των πράξεων ανδρείας. Ο έπαινος των προγόνων επιβάλλεται από δύο ηθικούς παράγοντες, το δίκαιο και το πρέπον: η τιμή της μνείας θεωρείται δίκαιη απαίτηση των προγόνων αλλά και ιερή υποχρέωση των απογόνων απέναντί τους.   
Με τη λέξη πρόγονοι εδώ νοούνται όλοι όσοι έζησαν στην Αθήνα πριν από τους Μηδικούς πολέμους, κατά τη μυθική και ηρωική εποχή, αλλά και εκείνοι που αντιμετώπισαν νικηφόρα τους Πέρσες ως το 479 π.Χ. (μάχη Πλαταιών). Ο Περικλής επικεντρώνει τον έπαινο των προγόνων σε δύο αξιομνημόνευτα στοιχεία: α) την αυτοχθονία (οι Αθηναίοι ήταν αμιγείς φυλετικά και ο δεσμός τους με την Αττική γη θα μπορούσε να εξισωθεί με τη σχέση μητέρας-παιδιού) και β) τη διατήρηση της ελευθερίας της χώρας που επετεύχθη με την ανδρεία τους.
Και ενώ ο ρήτορας δεσμεύτηκε να εγκωμιάσει τους προγόνους, εξοφλεί την εγκωμιαστική οφειλή του προς αυτούς με μια φραστική μονοκοντυλιά (και εκείνοι είναι άξιοι επαίνου) παραλείποντας τη συνήθη σε επιταφίους λόγους μακροσκελή αναφορά σε συγκεκριμένα κατορθώματα του μακρινού παρελθόντος. Το πιο καινοτομικό όμως και πρωτότυπο είναι ότι όχι μόνο βραχυλογικά, γενικά και αόριστα προσπερνά τον έπαινο των προγόνων αλλά και το ότι τους υποβιβάζει σε ιστορική αξιολόγηση με το να γνωματεύει απερίφραστα ότι «οι πατέρες μας ήταν περισσότερο άξιοι επαίνου σε σχέση με εκείνους (τους προγόνους)».
Η γενιά των πατέρων τους οποίους μνημονεύει στο συγκεκριμένο σημείο ο Περικλής φτάνει ως το 446 π.Χ. και περιλαμβάνει όλους εκείνους που έζησαν και έδρασαν μετά την περίοδο των Περσικών Πολέμων (479-446 π.Χ.). Η ιστορική αξιολόγηση των πατέρων στηρίζεται όχι μόνο στο ότι κράτησαν ελεύθερη τη χώρα, αλλά κυρίως στο γεγονός ότι δημιούργησαν μια ισχυρή πόλη-κράτος, μια ηγεμονία, μία «αρχήν». Στους πατέρες οφείλεται κατά τον Περικλή η ίδρυση της συμμαχίας της Δήλου (478 π.Χ.) και η ανάδειξη της Αθήνας σε πανίσχυρη οικονομικά και στρατιωτικά δύναμη. Μια δύναμη την οποία κανείς δεν μπορούσε να αμφισβητήσει, ούτε και αυτοί ακόμα οι αντίπαλοι Σπαρτιάτες, οι οποίοι υποκλίθηκαν μπροστά της κλείνοντας με την Αθήνα στις τριακονταετείς σπονδές (446 π.Χ.).
Στη συνέχεια ο Περικλής αναφέρεται στους συγχρόνους του, στην «καθεστηκυία ηλικία», στη γενιά που ανδρώθηκε κατά τη χρυσή πεντηκονταετία. Ο Περικλής, που είχε γεννηθεί γύρω στο 490 π.Χ. θα ήταν τότε περίπου 60 χρονών. Η καθεστηκυία ηλικία λοιπόν είναι η ηλικία του ώριμου και συγκροτημένου ανθρώπου, ανάμεσα στο 40 και 60 περίπου έτος της ηλικίας του, που έχει αρκετή πείρα να ελέγχει τα πολιτικά πράγματα, όταν οι μεγαλύτεροι έχουν αποσυρθεί και οι νεότεροι θεωρούνται άπειροι. Η προσφορά της σύγχρονης γενιάς υπήρξε η επαύξηση της πόλης σε όλους τους τομείς και η προετοιμασία της ώστε να είναι απόλυτα αυτάρκης σε όλα για πόλεμο και ειρήνη. Μιλώντας για αύξηση της αθηναϊκής δύναμης, ο Περικλής δεν έχει στο μυαλό του τόσο την εδαφική επέκταση της πόλης όσο την εσωτερική οργάνωση και σταθεροποίηση της Αθηναϊκής ηγεμονίας, που επιτεύχθηκαν με την επιβολή της πόλης πάνω στους συμμάχους της και τη χρησιμοποίηση των συμμαχικών πόρων, με την θεμελίωση των δημοκρατικών θεσμών, την οικονομική ανάπτυξη και εμπορική ακμή, με την ενίσχυση του στρατού και του  ναυτικού, την καλλιτεχνική άνθιση κ.α. Εξάλλου, με τον όρο «απόλυτη αυτάρκεια» ο ρήτορας δεν εννοούσε ότι η Αθήνα παρήγαγε μόνη της όλα τα αγαθά που χρειαζόταν αλλά ότι η οικονομική της δύναμη και η ναυτική της υπεροχή της επέτρεπαν να προμηθεύεται από άλλα μέρη όσα προϊόντα της έλειπαν (ως γνωστόν η Αθήνα εισήγαγε σιτάρι και ξυλεία από την Αίγυπτο, το Βόσπορο και τη Μακεδονία)   
Και ενώ η υπεροχή των πατέρων πάνω στους προγόνους δηλώνεται κατηγορηματικά και απερίφραστα, δεν είναι το ίδιο απερίφραστη η αναγνώριση της υπεροχής της καθεστηκυίας ηλικίας πάνω στις δύο προγενέστερες γενιές, καθώς αυτή, αν δηλωνόταν ξεκάθαρα, θα αποτελούσε ανευλάβεια και θα προκαλούσε το κοινό αίσθημα.  Παρόλα αυτά όμως στην αξιολόγηση των συντελεστών του αθηναϊκού μεγαλείου, ο έπαινος των τριών γενεών (προγόνων, πατέρων, συγχρόνων) κλιμακώνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε μια απλή μορφολογική και σημασιολογική εξέταση του κειμένου αποδεικνύει περίτρανα ότι στην αξιολογική διαβάθμιση που κάνει ο Περικλής οι σύγχρονοι καταλαμβάνουν τη σπουδαιότερη θέση. Έτσι, η σημασία που έχει το έργο κάθε εποχής παρουσιάζεται να μεγαλώνει σταθερά με την αύξηση των συλλαβών και των λέξεων στα υποκείμενα και στους ρηματικούς τύπους. Πιο συγκεκριμένα:
α) Για τους προγόνους
Þ  Υποκείμενο: πρόγονοι (μία λέξη)
Þ   Έργο: οικούντες, παρέδοσαν (μία 3σύλλαβη μετοχή, ένα 4σύλλαβο ρήμα)
β) Για τους πατέρες
Þ  Υποκείμενο: πατέρες ημών (δύο λέξεις)
Þ  Έργο: κτησάμενοι προσκατέλιπον (μία 4σύλλαβη μετοχή, ένα 5σύλλαβο ρήμα, του οποίου η σημασία ενισχύει το έργο αυτής της γενιάς σε σχέση με το έργο της προηγούμενης.
γ) Για τους συγχρόνους
Þ  Υποκείμενο: αυτοί ημεις οιδε οι νυν ετι όντες μάλιστα εν τη καθεστηκυια ηλικία (12 λέξεις, συσσώρευση προσδιορισμών με τρόπο εμφαντικό)
Þ  Έργο: επηυξήσαμεν και παρεσκευάσαμεν την πόλιν αυταρκεστάτην ( 2 ρήματα, ένα 5σύλλαβο και ένα 6σύλλαβο σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο μαζί με ένα 5σύλλαβο υπερθετικό που προσδιορίζει την πόλιν και συγκεντρώνει όλο το βάρος της ανάλυσης)
Είναι λοιπόν φανερό ότι ο λόγος με τη συγκεκριμένη μορφή και δομή αξιολογεί την προσφορά των προγόνων, των πατέρων και των συγχρόνων κινούμενος σε μια ανιούσα κλίμακα: προσέφεραν οι πρόγονοι, ενίσχυσαν και συμπλήρωσαν οι πατέρες αλλά ο Περικλής και η γενιά του μεγαλούργησαν.
Η τακτική αυτή της αξιολόγησης που ακολουθεί ο Περικλής δεν αποβλέπει στην αυτοπροβολή και την καυχησιολογία, αλλά στοχεύει στην ευαισθητοποίηση του ακροατηρίου, για να φανεί αντάξιο όχι απλώς των μακρινών προγόνων, αλλά και της προσωπικής του ιστορίας. Οι περιστάσεις και η αρχή ενός μεγάλου πολέμου απαιτούν ηρωισμό και θυσίες για να διαφυλαχθούν όσα με τόσους κόπους αποκτήθηκαν. Πολλοί μελετητές (όπως ο Ι.Θ.Κακριδής) υποστηρίζουν ότι ο Θουκυδίδης με το στόμα του Περικλή βρίσκει την ευκαιρία να υψώσει έναν καινούργιο μύθο, για μια περίοδο που την πιστεύει σαν την πιο σημαντική μέσα στην ιστορία της Αθήνας.                                                                                 
Χωρίς να αποκλείεται ή να υποβαθμίζεται και αυτή η διάσταση, πρέπει κυρίως να επισημανθεί αυτό που αναφέρθηκε πιο πάνω, ότι δηλαδή ο Περικλής ενδιαφέρεται να ευαισθητοποιήσει τους συγχρόνους του και να τονώσει το ηθικό τους για τη συνέχιση του μεγαλείου της πόλης. 
Ο Περικλής συνεχίζοντας το λόγο του απομακρύνεται ακόμα περισσότερο από τον κανόνα και καινοτομεί τολμηρά ανακοινώνοντας ότι δεν πρόκειται να αναφερθεί στα πολεμικά κατορθώματα, επιθετικά ή αμυντικά, καμιάς από τις παραπάνω γενιές (αλλά εάσω), προβάλλοντας ως δικαιολογία δύο λόγους:
α) δε θέλει να κουράσει το ακροατήριό του και
β) απευθύνεται σε ανθρώπους που τα γνωρίζουν και επομένως είναι περιττές οι αναφορές.
Υπάρχουν διάφορες απόψεις που προσπαθούν να ερμηνεύσουν αυτή την απόκλιση του Περικλή. Άλλοι υποστηρίζουν ότι ο Θουκυδίδης, ως εκφραστής της ορθολογικής και σοφιστικής αντίληψης, δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα τη μυθική παράδοση, ότι δεν επιθυμούσε να επανέλθει σε γεγονότα που είχε αναφέρει ο ίδιος σε προηγούμενα σημεία της εξιστόρησής του ή που είχε ιστορήσει ο Ηρόδοτος. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι ο Περικλής σκοπίμως αποσιώπησε τα κατορθώματα, επειδή η οικογένειά του δεν είχε να επιδείξει τόσα όσα η οικογένεια του πολιτικού του αντιπάλου Κίμωνα.
Πιθανότατα όμως η καινοτομία αυτή του Περικλή οφείλεται στην επιδίωξή του να μην αναλώσει το χρόνο του σε αναδρομές στο παρελθόν, αλλά να επισημάνει τα αίτια και τους παράγοντες εκείνους που οδήγησαν την Αθήνα στο απόγειο της ακμής της, και να αποκαλύψει  έτσι στους συμπολίτες του τα πολύτιμα εκείνα αγαθά της δημοκρατίας που οι ίδιοι με μόχθο απέκτησαν και για τη διαφύλαξη των οποίων πρέπει να είναι πάντοτε έτοιμοι για κάθε προσφορά και για κάθε θυσία. Συνεπώς, απώτερος στόχος του Περικλή ήταν να τονώσει το ηθικό  των Αθηναίων που είχε μάλλον καμφθεί μετά την ολέθρια λεηλασία της Αττικής από τους Λακεδαιμονίους εκείνη τη χρονιά και να χαλυβδώσει τη θέληση και την αποφασιστικότητά τους για σταθερή και δυναμική αντιμετώπιση του αντιπάλου. 
Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονούμε το γεγονός ότι ο Θουκυδίδης μέσω του Περικλή αντιπαρέρχεται το παρελθόν γιατί στόχος είναι με το επιτάφιο λόγο να γράψει ένα μεταμφιεσμένο εγχειρίδιο πολιτικής θεωρίας, με το οποίο θα κληροδοτούσε στις μεταγενέστερες γενιές το ιδανικό της Αθηναϊκής Δημοκρατίας σαν καταστατικό χάρτη του καλύτερου πολιτεύματος. Επιδίωξη του παρόντος λόγου είναι ο ύμνος της πόλεως Αθήνας αναφορικά προς τα πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και πνευματικά της επιτεύγματα την εποχή που την κατηύθυνε ο μεγάλος πολιτικός άνδρας Περικλής, ώστε να αναδειχθούν καθαρότερα τα αγαθά της δημοκρατίας, για τα οποία θυσιάστηκαν οι προκείμενοι νεκροί και για τα οποία πρέπει να συνεχίσουν να αγωνίζονται οι επιζώντες.
Από το σημείο αυτό αρχίζει η «πρόθεση» του λόγου και ο ομιλητής δηλώνει ποια θα είναι η κεντρική ιδέα του λόγου του: από ποια «επιτήδευση», με ποια «πολιτεία» και με ποιους «τρόπους» εμπνεύστηκαν οι Αθηναίοι και μεγαλούργησαν και κατέστησαν την πόλη τους αντικείμενο θαυμασμού σε ολόκληρη τη Ελλάδα.
Ο Περικλής προβάλλει ως γενεσιουργούς παράγοντες του μεγαλείου της πόλης την «επιτήδευσιν», την «πολιτείαν» και τους «τρόπους».
Με τον όρο «επιτήδευσις» εννοούνται οι γενικές αρχές συμπεριφοράς και μεθόδευσης ενεργειών, οι τάσεις και η νοοτροπία του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου. Οι αξίες, τα ιδεώδη που ρυθμίζουν και κατευθύνουν τη δημόσια και ιδιωτική ζωή των Αθηναίων του 5ου αι π.Χ. και συνθέτουν το ιδεολογικό υπόβαθρο της κοινωνίας.
Με την «πολιτεία» εννοούνται οι μέθοδοι οργάνωσης και διακυβέρνησης του αθηναϊκού κράτους, το πολίτευμα, η πολιτειακή οργάνωση, οι πολιτειακοί θεσμοί, οι κανόνες λειτουργίας της δημόσιας ζωής.
Τέλος, ο όρος «τρόποι» περιέχει όλα όσα συνθέτουν το χαρακτήρα, το ήθος, τη διαγωγή  του Αθηναίου πολίτη όπως αυτή εκφράζεται στις προσωπικές και κοινωνικές του εκδηλώσεις, στις διαπροσωπικές του σχέσεις, στις επαγγελματικές του δραστηριότητες και τις πνευματικές του αναζητήσεις.
Η αναφορά στις τρεις αυτές παραμέτρους γίνεται με τρόπο ιδιαίτερα έντονο, με τριπλή επανάληψη της αντωνυμίας οιος, ενώ η μεσολάβηση του ρ. ήλθομεν αφήνει καθέναν από τους παράγοντες να διατηρήσει την αυτοτέλειά του και τη σημαντικότητά του για την σφυρηλάτηση του αθηναϊκού μεγαλείου.
Η ενασχόληση του ρήτορα με τους παραπάνω όρους συνδέεται βέβαια διαλεκτικά με τους προκείμενους νεκρούς. Η ποιότητα και η λειτουργία των τρόπων, της επιτηδεύσεως και της πολιτείας συνδέονται άρρηκτα με το έμψυχο δυναμικό της πόλης και ευθύνονται για το ήθος που οι προκείμενοι νεκροί επέδειξαν κατά τον πρώτο έτος του πολέμου. Με τον τρόπο αυτό δικαιώνεται το σκεπτικό του Περικλή και φαίνεται η αποτελεσματικότητα της μεθόδου που επιλέγει, σύμφωνα με την οποία ο ηρωισμός αποτελεί την κορύφωση στην οποία οδηγεί κάθε πολίτη το σύστημα αρχών, δραστηριοτήτων και δημοκρατικού πολιτεύματος.
Στο τέλος του κεφαλαίου 36 ο Περικλής αισθάνεται την ανάγκη να δικαιολογήσει τη διάρθρωση του λόγου του, γιατί πρώτη φορά ο έπαινος της πολιτείας καταλαμβάνει τόσο μεγάλη έκταση σε έναν επιτάφιο λόγο. Υποστηρίζει λοιπόν ότι όχι μόνο δεν είναι ανάρμοστη η διεξοδική παρουσίαση των αρχών που ανέδειξαν την αθηναϊκή πολιτεία, αλλά επιπλέον είναι ωφέλιμο να παρακολουθήσουν το λόγο με προσοχή και οι ντόπιοι και οι ξένοι για να συνειδητοποιήσουν οι μεν και να γνωρίσουν οι δε την αξία και τη μοναδικότητα της Αθήνα, σε όλο το εύρος και την πληρότητά της. Αξιοσημείωτο είναι ότι με το κλείσιμο του κεφαλαίου επανέρχονται έννοιες ίδιες ή παραπλήσιες με αυτές που είχαν αναφερθεί στην αρχή: το δίκαιο που τώρα έγινε ξύμφορον και το πρέπον που τώρα γίνεται ουκ απρεπή. Έτσι, ο συγκεκριμένος συλλογισμός  φτάνει στην ολοκλήρωσή του σαν ένας κύκλος που κλείνει.
Από τους τρεις παράγοντες διαμόρφωσης του αθηναϊκού μεγαλείου, οι οποίοι βρίσκονται σε σχέση αλληλεπίδρασης, η επιτήδευση και το πολίτευμα αποτελούν τις ιδεολογικές και πολιτικές προϋποθέσεις για να καλλιεργηθούν σωστοί τρόποι. Οι Αθηναίοι θεωρούσαν καθήκον της πόλης και συγχρόνως αποκλειστικό δικαίωμα να δίνει τις ιδιαίτερες κατευθύνσεις και να διαμορφώνει το πλαίσιο εκείνο, μέσα στο οποίο θα μπορούσε να επιτευχθεί με τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο η ηθική διαπαιδαγώγηση του πολίτη. Η πόλη μέσω του πολιτεύματος ορίζει την ιδεολογία και επιβάλλει το δημοκρατικό πολίτευμα ως κορυφαία έκφραση της ιδεολογίας. Μέσα σε αυτό  το κλίμα πνευματικής έξαρσης και πολιτικής ωριμότητας οι πολίτες θα αναπτύξουν τις ιδέες, το ήθος και τον ξεχωριστό τρόπο σκέψης του Αθηναίου (παιδευτική επίδραση δημοκρατικού πολιτεύματος). Ο Αθηναίος μέσα στο κλίμα της δημοκρατίας κατάφερε να διαμορφώσει έναν εντελώς ιδιαίτερο χαρακτήρα και μια ξεχωριστή φυσιογνωμία, να καλλιεργηθεί ως άτομο, να αναπτύξει σχέσεις συνεργασίας και να δράσει ως ζωντανό και ενεργό κύτταρο της πόλης του.
Η επιτήδευση, η πολιτεία και οι τρόποι υπήρξαν το μέσο με το οποίο επιτεύχθηκε το μεγαλείο της Αθήνας. Και μολονότι ως γενεσιουργές αιτίες του θαύματος έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο σε όλη την ιστορική και πολιτική πορεία της Αθήνας, διαμορφώνοντας τη φυσιογνωμία της πόλης, εντούτοις η διαμόρφωση και η αποκρυστάλλωση έγινε την εποχή του Περικλή.



Κεφάλαιο 37

ΕΚΘΕΣΙΣ
Αρχές του δημοκρατικού πολιτεύματος



Βασικό θέμα

Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του αθηναϊκού πολιτεύματος και η σχέση του Αθηναίου πολίτη με το κράτος, τους συμπολίτες του και τους νόμους.


Δομή κεφαλαίου

Α. Τα θεμελιώδη γνωρίσματα του αθηναϊκού πολιτεύματος.
1. Ορισμός του πολιτεύματος και αιτιολόγηση.
2. Βασικές αρχές:
α) πλειοψηφία
β) ισοπολιτεία-ισονομία
γ) αξιοκρατία
δ) ελευθερία
Β. Η συμπεριφορά των πολιτών.
1. Ελευθερία στις σχέσεις με τους συμπολίτες τους.
2. Πολιτική ελευθερία με παράλληλη προσήλωση στους νόμους.


Ερμηνευτική προσέγγιση

     Στο κεφάλαιο 36 ο Περικλής με την πρόθεση του λόγου του προσδιόρισε τα βασικά σημεία στα οποία θα εστιαζόταν η ομιλία του, λέγοντας ότι θα εκτεθούν αναλυτικά η επιτήδευσις, το πολίτευμα και οι τρόποι, οι γενεσιουργές δηλαδή αιτίες του αθηναϊκού μεγαλείου, και θα ακολουθήσει κατόπιν ο έπαινος των προκειμένων νεκρών.
     Ο ρήτορας ωστόσο δεν ακολουθεί ακριβώς την τριμερή διάταξη του επαίνου όπως ακριβώς την ανακοίνωσε αλλά επιλέγει να ξεκινήσει την «πίστη» του λόγου του (κεφ. 37-45) από τον έπαινο του πολιτεύματος, χωρίς να αναφέρεται καθόλου στην επιτήδευση. Αυτό πιθανόν συμβαίνει διότι η επιτήδευση αποτελεί το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η πολιτική, πολιτιστική και ιδεολογική ταυτότητα των Αθηναίων, το πλαίσιο στο οποίο υπάρχουν και στο οποίο δικαιώνονται η πολιτεία και οι τρόποι.
     Στην πράξη, ο έπαινος ακολουθεί την εξής πορεία: στην πρώτη παράγραφο του κεφ. 37 ο ρήτορας πλέκει το εγκώμιο του πολιτεύματος, κάτι που επιβάλλεται και από τα όσα ο ίδιος έχει εξαγγείλει αλλά και από την τυπική δομή που έχει καθιερωθεί να έχουν οι επιτάφιοι λόγοι. Ακολουθεί ο έπαινος των «τρόπων» των Αθηναίων, στοιχείο στο οποίο μετουσιώνονται η επιτήδευση και το πολίτευμα και το οποίο αποτελεί τον πυρήνα του λόγου (καταλαμβάνει το υπόλοιπο του κεφ. 37 καθώς και τα κεφ. 38-μέρος του 41).
     Με ιδιαίτερη λοιπόν περηφάνια, που γεννιέται από την πίστη του πολιτικού στην παιδευτική συμβολή του πολιτεύματος, ο Περικλής χρησιμοποιώντας το α΄ πληθυντικό πρόσωπο «χρώμεθα» διεκδικεί για τη γενιά του την τιμή που πηγάζει από την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία αυτού του πολιτεύματος.
     Εξωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του αθηναϊκού πολιτεύματος είναι η γνησιότητα, η πρωτοτυπία και η διάρκειά του. Αντίθετα με ο,τι συνέβη σε άλλες περιοχές που συγκροτήθηκαν πολιτικά καταφεύγοντας στη μίμηση, η Αθήνα διαμόρφωσε μόνη της τους δημοκρατικούς θεσμού,ς στους οποίους στήριζε την οργάνωσή της. Σύμφωνα με την άποψη σχολιαστών του Επιταφίου λόγου, στο σημείο αυτό ο Περικλής υπαινίσσεται έμμεσα τη Σπάρτη η οποία σύμφωνα με την παράδοση μιμήθηκε όσον αφορά την νομοθεσία της το νομοθετικό σύστημα της Κρήτης. Ο έμπειρος πολιτικός και ρήτορας όμως προχωρεί ακόμα περισσότερο και καυχιέται όχι μόνο για την αυτοχθονία του πολιτεύματος, αλλά για το γεγονός ότι αυτό αποτέλεσε πρότυπο για άλλες ελληνικές πόλεις ή και για άλλους λαούς. Η αναφορά αυτή γίνεται μάλλον για τις ιωνικές πόλεις της Μ.Ασίας, το Άργος, τηνΗλεία, τις Συρακούσες της Σικελίας και την Κυρήνη της Β. Αφρικής, που αντέγραψαν σε πολλά σημεία το αθηναϊκό πολίτευμα.
     Η αναφορά στην αυτοχθονία και την αυτάρκεια της Αθήνας σε πολίτευμα και νόμους αποτελούν κοινό τόπο, ο οποίος απαντάται και σε άλλους επιταφίους λόγους (Ισοκράτης, Λυσίας). Σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη το πολίτευμα θεωρείται ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες σφυρηλάτησης ήθους στους πολίτες και σχετίζεται άμεσα με την επίδειξη ανδρείας από την πλευρά των προκείμενων νεκρών. Η αρετή των νεκρών δεν είναι δώρο που εκπορεύεται από τη φύση αλλά αγαθό που προέρχεται από τους νόμους και αναπτύσσεται χάρη στην παιδευτική επενέργεια του πολιτεύματος στη συμπεριφορά και τις συνήθειες των πολιτών, οι οποίοι επιλέγουν αυτόβουλα να θυσιαστούν ως υπέρτατη απόδειξη καθήκοντος και προσφορά τιμής προς την πατρίδα.
     Στη συνέχεια ο Περικλής προσδιορίζει το υποδειγματικό αθηναϊκό πολίτευμα ονομάζοντάς το «δημοκρατία», επειδή η εξουσία ασκείται από τους «πλείονας» και όχι από τους «ολίγους». Οι «ολίγοι» ήταν οι αριστοκράτες, οι ευγενείς, οι οικονομικά ισχυροί, από τους οποίους μετά από σκληρούς και μακροχρόνιους αγώνες αφαιρέθηκε η εξουσία και δόθηκε στο πολυάριθμο σώμα των ελευθέρων και παραγωγικά ενεργών πολιτών, είτε αυτοί ήταν πλούσιοι είτε φτωχοί και κοινωνικά άσημοι. Αυτοί ήταν οι «πλείονες» και αυτοί αποτελούσαν το δήμο.  Έτσι, η δημοκρατία είναι το πολιτειακό εκείνο σύστημα που στηριζόταν στους περισσοτέρους. Το πολίτευμα που «δίνει το κράτος στους πλείονας» (Ι.Κακριδής), δηλαδή ούτε στην ολιγαρχία, αλλά ούτε και σε όλους ανεξαιρέτως, εφόσον από τη διαχείριση των κοινών εξαιρούνταν οι μέτοικοι, οι δούλοι και οι γυναίκες. Η απόλυτη ισότητα στη διαχείριση των κοινών δεν είναι λοιπόν κάτι που εφαρμόζεται αλλά ούτε και επιδιώκεται από το δημοκρατικό πολίτευμα, τουλάχιστον όπως το αντιλαμβάνονταν οι Αθηναίοι του 5ου αιώνα π.Χ.   Με αφορμή τις εξαιρέσεις κάποιων κοινωνικών κατηγοριών από το σώμα των Αθηναίων πολιτών νεότεροι μελετητές προσπαθούν να αμφισβητήσουν ή και να αρνηθούν την πραγματικότητα του ότι η Αθήνα ήταν μια πραγματική δημοκρατία. Το σφάλμα που γίνεται είναι προπάντων μεθοδολογικό, καθώς επιδιώκουν με σύγχρονα μέτρα και σημερινά κριτήρια να ερμηνεύσουν μια άλλη εποχή με διαφορετικές κοινωνικές και ιστορικές παραμέτρους, παραβλέποντας δεδομένα όπως ότι οι γυναίκες μόλις πρόσφατα στις σύγχρονες δημοκρατίες απέκτησαν πολιτικά δικαιώματα, η δουλεία ήταν θεσμός η κατάργηση του οποίους έγινε στους νεότερους χρόνους και σχετικά πρόσφατα, ενώ ότι η χορήγηση πολιτικών δικαιωμάτων σε ξένους αποτελεί θέμα έντονου προβληματισμού και κοινωνικών εντάσεων ακόμα και σήμερα. 
     Μετά τον ακριβή προσδιορισμό του πολιτεύματος και την έμμεση αναφορά του στην πρώτη βασική αρχή του πολιτεύματος αυτού, την αρχή της πλειοψηφίας, ο Περικλής παρουσιάζει μία δεύτερη βασική αρχή: την ισονομία ή ισοπολιτεία (ισηγορία κατά τον Ηρόδοτο), την ισότητα δηλαδή όλων των πολιτών απέναντι στους νόμους, ανεξάρτητα από την καταγωγή, την κοινωνική τους θέση ή την οικονομική τους κατάσταση. Ο νόμος εφαρμόζεται για όλους εξίσου και βάσει του νόμου οι Αθηναίοι πολίτες επιλύουν τις ιδιωτικές τους διαφορές.
     Κι ενώ το δημοκρατικό πολίτευμα και οι νόμοι του δίνουν σε όλους αδιακρίτως τους πολίτες τα ίδια δικαιώματα σε ζητήματα ιδιωτικών σχέσεων μεταξύ τους, για την ανάδειξη και την επιβολή του ατόμου στη δημόσια ζωή και μάλιστα σε υπεύθυνες κρατικές θέσεις δεν ισχύει η νομική ισότητα. Εκεί εφαρμόζεται η αρχή της αξιοκρατίας (τρίτη αρχή), υπάρχει δηλαδή ιεράρχηση με βάση την ιδιαίτερη ευδοκίμηση σε κάποιον τομέα της δημόσιας ζωής, με βάση δηλαδή την αξία, το προσωπικό κύρος, , την αξίωση του καθενός.  Είναι σημαντικό ότι ο πολιτικός και ρήτορας Περικλής αποσυνδέει αυτό το κύρος από την κοινωνική τάξη (από μέρους) ή τον πλούτο (κατά πενίαν). Το κριτήριο ανάδειξης είναι αποκλειστικά συνδεδεμένο με την καταξιωμένη και αναγνωρισμένη προσωπική ικανότητα του πολίτη να προσφέρει στην πόλη κάτι αγαθό. Την ενσάρκωση αυτού του αξιοκρατικού ιδεώδους της δημοκρατίας αποτελούσε ο ίδιος ο Περικλής , τον οποίο ο αθηναϊκός δήμος εξέλεγε στο ανώτατο αξίωμα της πόλης, το αξίωμα του στρατηγού, για δεκαπέντε συνεχή χρόνια εκτιμώντας αυτήν ακριβώς την αρετή που τον διέκρινε.
     Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι με την αναφορά στην αρχή της πλειοψηφίας, της ισότητας και της αξιοκρατίας παρουσιάζονται συνεχείς υπερβάσεις ή και ανατροπές της έννοιας της δημοκρατίας, όπως αυτή καθορίστηκε προηγουμένως από το ρήτορα, οι οποίες όμως ακεραιώνουν το πολίτευμα και συνθέτουν τελικά τον πολυδύναμο χαρακτήρα του. Πιο συγκεκριμένα γράφει ο Ι.Θ. Κακριδής «Η Αθηναϊκή δημοκρατία έχει ξεπεράσει το όνομά της γιατί τη δύναμη-το κράτος- δεν την αφήνει αποκλειστικά στου δήμου τα χέρια. Όταν είναι για τα ιδιωτικά τους ζητήματα οι πολίτες είναι μπροστά στο νόμο όλοι ίσοι, ακόμα και οι αριστοκράτες, οι ολίγοι (οι πολλοί κυβερνούν, όλοι όμως απολαμβάνουν). Η αθηναϊκή δημοκρατία όμως αρνιέται τον εαυτό της και για δεύτερη φορά: αντίθετα με ό,τι γίνεται στις ιδιωτικές σχέσεις, στα δημόσια πράγματα οι πολίτες δεν είναι μηχανικά ισοπεδωμένοι. Εδώ δεν πάει όποιος όποιος με τη σειρά του να κυβερνήσει. Υπάρχει προτίμηση και η προτίμηση αυτή γίνεται από αρετής. Το αριστοκρατικό φαινομενικά αξίωμα των ολίγων ότι την πολιτεία ταιριάζει να την κυβερνούν οι κάτοχοι της αρετής μόνο, οι άριστοι, ξαναζεί σε μια δημοκρατία, μόνο που εδώ την αρετή δεν την καθορίζει πια η καταγωγή ή ο πλούτος αλλά η προσωπική ικανότητα».    
     Μετά την τελική διαπίστωση ότι στη δημόσια ζωή των Αθηναίων βρήκε λαμπρή ενσάρκωση ο ηθικός κανόνας να μετέχει στα αξιώματα της πόλης το άτομο που διαθέτει τα προσόντα, χωρίς να εμποδίζεται από την καταγωγή ή τη φτώχια, ο Περικλής περνά στον έπαινο τον τρόπων (παρ. 2-3) όπου διερευνώνται οι σχέσεις του πολίτη με το κράτος, οι σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και οι σχέσεις των πολιτών με τους νόμους τις οποίες διέπει στην καθημερινή τους συνάφεια η ελευθερία (τέταρτη βασική αρχή πολιτεύματος).
     Αφού λοιπόν ο ομιλητής τονίζει με μια διάθεση ανακεφαλαίωσης ότι το αθηναϊκό κράτος δε λειτουργεί καταπιεστικά και δεσμευτικά για τους πολίτες, εξαίρει την ελευθερία που διέπει τις διαπροσωπικές σχέσεις των πολιτών της Αθήνας προβάλλοντας τρία επιχειρήματα:
α) οι Αθηναίοι είναι απαλλαγμένοι από την αμοιβαία καχυποψία στις καθημερινές τους απασχολήσεις,
β) δε δυσανασχετεί ο ένας κατά του άλλου για επιλογές που ευχαριστούν κάποιον
γ) η ειλικρινής ανεκτικότητα που χαρακτηρίζει τη ζωή των πολιτών  στις καθημερινές εκδηλώσεις δεν τους επιτρέπει να παίρνουν το ύφος πειραγμένου, γεγονός που δε ζημιώνει βέβαια αλλά στεναχωρεί τους άλλους.
     Αυτή η ανεμπόδιστη έκφραση της προσωπικότητας των πολιτών και η απουσία οποιασδήποτε αστυνόμευσης στην ιδιωτική ζωή, παρά την εξιδανίκευση πιστοποιούν την παιδευτική αξία του δημοκρατικού πολιτεύματος και αποτελούν τις έμπρακτες εκδηλώσεις ενός ανώτερου πολιτισμού. Από την άλλη, η αναφορά στην έλλειψη ηθικής αυστηρότητας στο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων αποτελούν σαφή υπαινιγμό για τη Σπάρτη, στην οποία ο κοινωνικός καταναγκασμός ήταν έντονος και η συμμόρφωση με την αυστηρή καθοδήγηση που επέβαλλε η πολιτεία ακόμα και στις πιο προσωπικές πτυχές της ζωής των πολιτών (διαγωγή, ενδυμασία, εμφάνιση) ήταν υποχρεωτική.
     Κλείνοντας ο Περικλής, αφού ανακεφαλαιώνει όσα προανέφερε, επανέρχεται στις σχέσεις του πολίτη με το κράτος και εξαίρει το σεβασμό των Αθηναίων απέναντι στους νόμους. Οι Αθηναίοι πολίτες, αν και έχουν μεγάλη ελευθερία στη σχέση τους με το κράτος αλλά και στις διαπροσωπικές τους επαφές, αισθάνονται την υποχρέωση να πειθαρχούν στους εκλεγμένους άρχοντες και να μην υπερβαίνουν τα όρια που τίθενται από τους νόμους, γραπτούς (προϋποθέσεις για ομαλή λειτουργία κράτους, υποχρεωτικοί, φόβος ποινής, κυρώσεις πολιτείας) και άγραφους (εκπόρευση από θείον, προστασία από Δίκη, μεγάλο κύρος και δύναμη, αναλλοίωτος χαρακτήρας, τιμωρία θεών, καταισχύνη και τύψεις συνείδησης, θυμήσου Αντιγόνη, στ. 450-461).
     Κι ενώ την υπακοή στους νόμους την υπαγορεύει στους ανθρώπους συνήθως ο φόβος της αυστηρής τιμωρίας, ο Αθηναίος πολίτης πειθαρχεί «διά δέος μάλιστα», απόεσωτερικό σεβασμό, υψηλή αίσθηση ευθύνης, από επιταγή της ηθικής συνείδησης, γεγονός που αποδεικνύει μια ακεραιωμένη και αυτόνομη προσωπικότητα. Για πρώτη και τελευταία φορά ο Θουκυδίδης χρησιμοποιεί τη λέξη «δέος» με τη σημασία της λέξεως «αιδώς» φέρνοντας έτσι στο νου του ακροατή ή του αναγνώστη μια σύγκριση με τη Σπάρτη: εκεί η πειθαρχία και η περίφημη ευνομία ήταν κάτι που επιβαλλόταν από εξωτερικούς παράγοντες, από τους αυστηρούς και απαράβατους νόμους, ενώ στην Αθήνα η ευθυγράμμιση της βούλησής του με το περιεχόμενο των νόμων της πόλης ήταν κάτι που πήγαζε από την ελεύθερη και αυτόβουλη επιλογή των πολιτών.   
     Ολοκληρώνοντας την ερμηνευτική προσέγγιση του κεφαλαίου πρέπει να επισημάνουμε ότι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζει ο Περικλής και κατ΄ επέκταση ο Θουκυδίδης τη ζωή στην Αθήνα, τόσο σε σχέση με τη λειτουργία του άψογου αξιοκρατικού συστήματος όσο και με τη αψεγάδιαστη συμπεριφορά των πολιτών  στις σχέσεις τους με το κράτος, με τους άλλους και τους νόμους είναι εξιδανικευμένος. Η υπερβολική δόση ιδανικής τελειότητας είναι σαφώς προκλητική, καθώς ως γνωστό ακόμα και επί Περικλέους δεν έπαψαν να εκδηλώνονται κοινωνικές εντάσεις και ταξικές συγκρούσεις λόγω αντιτιθέμενων συμφερόντων και ανισώσεων.
     Η τάση αυτή για εξιδανίκευση δικαιολογείται διπλά:
α) από τη μια ο Περικλής προβάλλοντας με έμφαση το μεγαλείο της Αθήνας προσπαθεί να δείξει πόσο σπουδαίες είναι οι αξίες για τις οποίες πολέμησαν και σκοτώθηκαν οι νεκροί, να εμψυχώσει τους συμπολίτες υπενθυμίζοντας με υπερβάλλοντα ζήλο την αίγλη της πόλης, τις πολιτικές και πολιτισμικές αξίες, την ελευθερία και τα αγαθά που απολαμβάνουν στην πόλη την οποία έχουν χρέος να υπερασπιστούν στον κίνδυνο και επιπλέον να μιλήσει για το πολιτικό και πολιτιστικό θαύμα της Αθήνας, του οποίου κύριος συντελεστής και εμπνευστής υπήρξε ο ίδιος. Έτσι στα πλαίσια της ορθής πολιτικής του κρίσης και ευαισθησίας δράττεται της ευκαιρίας να περιγράψει μια πολιτική, κοινωνική και πνευματική ατμόσφαιρα που ο κάθε πολίτης θα ήθελε να βιώσει και για διατήρηση της οποίας θα δεχόταν να θυσιαστεί.
β) Ο Θουκυδίδης συνθέτοντας την εικόνα του αθηναϊκού πολιτεύματος και με στόχο να παρουσιάσει την πολιτική του Περικλή της οποίας υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής, έδωσε μια κοινωνικοπολιτική κατάσταση περισσότερο σαν ιδανικό παρά σαν συντελεσμένη πραγματικότητα. Έτσι, διέσωσε τον ορισμό του βαθύτερου πνεύματος της αθηναϊκής δημοκρατίας, θεωρημένης στο σύνολό της, την εικόνα του πολιτισμού της σε όλο του το πλάτος και την πληρότητα. Την εικόνα μιας πόλης γεμάτης από μετρημένη ελευθερία και εσωτερική αξιοπρέπεια.


 
Τα πολιτεύματα της αρχαίας Ελλάδας

Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη υπάρχουν οι ακόλουθες μορφές πολιτικών συστημάτων:

1. Ορθαί (: σωστά πολιτεύματα à οι κυβερνώντες έχουν ως οδηγό τους το κοινό όφελος)
α) μοναρχία (κυβερνάει ένας)
β) αριστοκρατία (κυβερνούν λίγοι, οι άριστοι)
γ) «πολιτεία» (δημοκρατία με την έννοια ότι κυβερνά η πλειοψηφία των πολιτών)
2. Ημαρτημέναι (: παρεκβάσεις , εκφυλισμένες μορφές προηγουμένων à οι κυβερνώντες αποβλέπουν στο προσωπικό του όφελος)
α) τυραννίδα (η εξουσία στα χέρια του ενός)
β) ολιγαρχία (την εξουσία την έχουν οι πλούσιοι)
γ) «δημοκρατία» (οχλοκρατία: διακυβέρνηση από την πλειοψηφία των φτωχών)

 

Αντινομίες (υπερβάσεις)  αθηναϊκού πολιτεύματος

1. Το πολίτευμα θεμελιώνεται στην αρχή της εξουσίας του δήμου. Ανώτατο πολιτειακό όργανο η Εκκλησία του Δήμου. Οι αποφάσεις λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και είναι δεσμευτικές για τη μειοψηφία.  Όταν, όμως οι πολίτες προσφεύγουν στα δικαστήρια για την επίλυση προσωπικών διενέξεων, αντιμετωπίζονται από τους δικαστές αμερόληπτα ανεξαρτήτως αν ανήκουν στους πλείονας ή τους ολίγους. Σύμφωνα με την αρχή της ισονομίας, η αθηναϊκή δημοκρατία διακηρύσσει και κατοχυρώνει την ισότητα όλων των πολιτών της απέναντι στους νόμους και έτσι το ες πλείονας της εξουσίας διευρύνεται και αντικαθίσταται από το πασι.
2. Η ανάδειξη στα δημόσια αξιώματα γίνεται ανάλογα με την προσωπική ικανότητα και αξία, η οποία δεν ταυτίζεται με την αριστοκρατική καταγωγή και την οικονομική επιφάνεια. Στα δημόσια αξιώματα διακρίνονται όχι οι περισσότεροι, ούτε όλοι αλλά μόνο όσοι πληρούν κατά την κρίση των πολιτών τις απαραίτητες προϋποθέσεις. Έτσι, το πασι περιορίζεται και γίνεται έκαστος, καθώς οι πολίτες δεν αντιμετωπίζονται ισοπεδωτικά, ούτε βιάζονται στα πλαίσια της ισότητας η προσωπικότητα και η πνευματική ανωτερότητα κάποιων αξίων.
3. Ο Αθηναίος πολίτης περιγράφεται ελεύθερος στην ιδιωτική και δημόσια ζωή του, αυτή η ελευθερία όμως δεν εκφυλίζεται σε ασυδοσία, καθώς η πολιτική αγωγή του Αθηναίου είναι τέτοια ώστε αυτοβούλως θέτει περιοριστικά μέτρα στην ελευθερία που του παρέχεται από την πολιτεία. Η ελευθερία συνδυάζεται με το «δέος» και συμπορεύεται με αυτό στα πλαίσια της εσωτερικής ηθικής. Έτσι, ο Αθηναίος υποτάσσει την ελευθερία του στην αρετή του μέτρου αποδεικνύοντας το ανώτερο πολιτιστικό επίπεδο στο οποίο βιώνει. 



Ετυμολογικά σχόλια


χρήομαι,-ῶμαι< χρή
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: χρέος, χρήμα, χρήση, χρηστικός, χρήσιμος, χρηστός, άχρηστος, εὐχρηστος
Συνώνυμα α.ε.: μεταχειρίζω, -ομαι

πολιτεία< πολιτεύω 
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: πολίτης, πόλη, πολίτευμα, πολιτειακός, πολιτισμός,  πολιτικός, πολιτιστικός

ζηλόω,-ῶ< ζῆλος
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: ζήλεια, ζηλωτής, ζηλευτός, αξιοζήλευτος, ζηλιάρης
Συνώνυμα ν.ε.: θαυμάζω, ευδαιμονίζω

καλέομαι,-οῦμαι
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: κλήση, κλητήρας, πρόσκληση, παράκληση, ανάκληση, πρόκληση, επίκληση, εκκλησία, σύγκλητος
Συνώνυμα ν.ε.: ὀνομάζομαι, προσαγορεύομαι, κλητεύομαι
εὐδοκιμέω,-ῶ< εὖ +  δόκιμος
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: ευδοκίμηση, ευδοκιμία, αδόκιμος, δοκιμασία, δοκιμή,  δοκιμάζω
Συνώνυμα ν.ε.: ἐπαινοῦμαι, εὐδοξῶ, διαπρέπω
πενία< πένομαι
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: πένης, πενισχρός, πόνος, λεξιπενία

ἀφάνεια< ἀ στερ + φαίνομαι
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: φάσμα, φανός, φανερός, αφανής, επιφανής,  προφανής, φαεινός, θεοφάνεια

ἀνεπαχθῶς< ἀ στερητ + ἐπί + ἄχθος
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: αχθοφόρος, επαχθής
(ἀχθηδών: λύπη, στεναχώρια)

δέος< δείδω > δέδοικα
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: δεινός, δειλός, δειλία, άδεια, περιδεής

ὠφελία ή ὠφέλεια< ὠφελέω-ῶ
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: ωφέλιμος, ωφέλημα, ἀνωφελής, κοινοφελής,  ωφελιμισμός, ωφελιμιστικός
Συνώνυμα: βοηθῶ, παρέχω, εὐεργετῶ, ἐπικουρῶ
Αντίθετα: βλάπτω, ζημιῶ, φθείρω

αἰσχύνη< αἰσχύνω
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: αἰσχος, αισχρός, αισχρότητα, αναισχυντία,  αναίσχυντος

ὁμολογέω-ῶ< ὁμοῦ + λέγω
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: ομολογία, εξομολόγηση, εξομολόγος, ανομολόγητος
Συνώνυμα: ὁμονοῶ, ὁμοφρονῶ, συγχωρῶ, συνᾴδω
Αντίθετα: ἀντιλέγω, διαφωνῶ, ἀρνοῦμαι

φέρω
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: φέρετρο, φορά, φορείο, φόρος, αυτόφωρος,  ανυπόφορος, οίστρος, οισοφάγος, διένεξη, διηνεκής
Συνώνυμα: κομίζω, ἄγω, ἔχω, καρτερῶ
Αντίθετα: ἐπέχω, ἐῶ, ἀφίημι










Κεφάλαιο 38

 

ΕΚΘΕΣΙΣ

Προϋποθέσεις ευζωίας των Αθηναίων.

Βασικό θέμα

Οι προϋποθέσεις ευζωίας για τους Αθηναίους: οι απολαύσεις που εξασφαλίζει η πόλη της Αθήνας στους πολίτες της.

Δομή κεφαλαίου


Α. Η ευχαρίστηση των Αθηναίων:
1. από τις εορταστικές τους εκδηλώσεις
2. από τα σπιτικά τους
Β. Η απόλαυση των καταναλωτικών αγαθών
1. εγχωρίων
2. εισαγομένων.

Ερμηνευτική προσέγγιση
Ο Περικλής από τον έπαινο του πολιτεύματος και των αρχών λειτουργίας του (πλειοψηφία, ισότητα, αξιοκρατία, ελευθερία) μεταπήδησε ομαλά και με λογική ακολουθία στον έπαινο των τρόπων, δίνοντας έμφαση στην ανεμπόδιστη και ποικίλη έκφραση της προσωπικότητας του Αθηναίου πολίτη. Συμπληρωματικά προς την πολιτική και κοινωνική διάσταση του βίου των Αθηναίων ο ομιλητής περνά στην παράθεση των παραγόντων που προϋποθέτουν αλλά και εξασφαλίζουν στον πολίτη άνετη και χαρούμενη διαβίωση.
Είναι σημαντικό από άποψη δομής ότι ο ρήτορας επιλέγει σε αυτό το σημείο να αναφερθεί στις ευκαιρίες αναψυχής αλλά και απόλαυσης των αγαθών που έχει ο Αθηναίος. Αποδεικνύει με αυτόν τον τρόπο ότι το δημοκρατικό πολίτευμα που εγκωμίασε παραπάνω (κεφ. 37) μεριμνά για την ποιότητα της ζωής του πολίτη, εξασφαλίζοντας τα μέσα ευζωίας. Γιατί η συνεχής και απρόσκοπτη ενασχόληση με τα κοινά, που κουράζει το πνεύμα και το σώμα, χρειάζεται στιγμές ανάπαυλας για ψυχαγωγία και ευχαρίστηση του σώματος και του πνεύματος ταυτόχρονα. Έτσι η ζωή των Αθηναίων δε χαρακτηρίζεται από μονομέρεια (αρνητικός υπαινιγμός για μονολιθική ζωή Σπαρτιατών) αλλά από μέτρο και ισορροπία σε όλες τις εκφάνσεις της. Αξιοπρόσεκτη είναι η χρήση του α΄ πληθυντικού προσώπου «επορισάμεθα», καθώς «όλα αυτά ... παριστάνονται σα να θεσπίστηκαν σκόπιμα και ενσυνείδητα από τους Αθηναίους, οργανωμένους στην πολιτική του κοινότητα και όχι ως συσσωρευτικά αποτέλεσμα συνηθειών, που διαμορφώθηκαν με πολυετή, κατά κανόνα ασυνείδητη εξελικτική κυοφορία» (Κ. Καλοκαιρινός)
Συγκεκριμένα, ο Περικλής κάνει πρωτίστως λόγο για τις θρησκευτικές γιορτές και τους αγώνες, μέσω των οποίων οι πολίτες χαλάρωναν ψυχικά και τέρπονταν, εφόσον πράγματι ίσχυε το «βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος» (=ζωή χωρίς γιορτές είναι μακρύς δρόμος χωρίς πανδοχείο για να ξαποστάσει κάποιος). Οι Αθηναίοι ήταν γνωστοί φιλέορτοι και τελούσαν στη διάρκεια του έτους πλήθος γιορτών θρησκευτικού περιεχομένου (Παναθήναια, Διονύσια, Ελευσίνια, Πυανόψια, Θεσμοφόρια), που προέβαλλαν τη μεγαλοπρέπεια και τη δόξα της πόλης. Στα πλαίσια του θρησκευτικού χαρακτήρα των γιορτών τελούνταν θυσίες και διεξάγονταν αγώνες αθλητικοί, μουσικοί, δραματικοί, που περιβάλλονταν με ιδιαίτερη λάμψη και θεωρούνταν σημαντικά κοινωνικά και πολιτιστικά γεγονότα.
Είναι βέβαια γεγονός ότι οι γιορτές στις οποίες αναφέρεται ο ρήτορας έφεραν έντονο το θρησκευτικό στοιχείο και θεωρούνταν εκδήλωση της ευσέβειας και της πίστης των Αθηναίων. Όμως ο Θουκυδίδης αγνοώντας όλα αυτά τα θρησκευτικά στοιχεία παρουσιάζει μόνο την κοινωνική διάσταση των γιορτών αυτών και τις αντιμετωπίζει ως αφορμή για ξεκούραση, ψυχική ανάταση και τέρψη. Η συγκεκριμένη τοποθέτηση του ιστορικού γίνεται σκοπίμως, καθώς η ιστορική και πολιτική του σκέψη είναι σαφώς επηρεασμένη από την αντιθρησκευτική σοφιστική κουλτούρα και την ορθολογιστική νοοτροπία, γεγονός που καθιστά την εμφάνιση του θείου στο έργο του σπάνια έως ανύπαρκτη.
Ακολούθως ο Περικλής αναφέρεται στην ευπρέπεια των ιδιωτικών κατοικιών και ειδικότερα στην καλόγουστη και λειτουργική εσωτερική διαρρύθμισή τους, στην απλή σκευή τους και τη λιτή επίπλωση, στοιχεία τα οποία όμως εξασφάλιζαν στον ένοικο τα ευχάριστα συναισθήματα της άνεσης και της χαλάρωσης.
Στο σημείο αυτό πολλοί από τους μελετητές του Επιταφίου προσπαθούν να εξηγήσουν την παράλειψη του Περικλή να αναφερθεί στα δημόσια οικοδομήματα (ιδιαίτερα στον Παρθενώνα και τα Προπύλαια), τα οποία κοσμούσαν την Αθήνα, αποτελώντας την επιβλητικότερη έκφραση υλικής και πνευματικής δύναμης της πόλης αλλά και το πιο εκλεκτό προϊόν της πνευματικής προσπάθειας των σημαντικότερων καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων της εποχής του Περικλή. Πειστική είναι η εξήγηση ότι η παράλειψη οφείλεται σε παραφθορά του χωρίου. Ίσως όμως ο Περικλής με αυτήν την επιλογή του διακριτικά αποφεύγει την προβολή της προσωπικής του συμβολής στο μεγαλείο της πόλης, για να μην προκαλέσει επικρίσεις και φθόνο, καθόσον μάλιστα οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον κατηγορούσαν ότι κατασπαταλούσε τα χρήματα του συμμαχικού ταμείου για την υπερβολική  διακόσμηση της πόλης.
Τέλος ο ρήτορας σχολιάζει τη δυνατότητα που έχουν οι Αθηναίοι να ικανοποιούν όχι μόνο τις ψυχικές αλλά και τις υλικές τους ανάγκες, απολαμβάνοντας πολλά καταναλωτικά αγαθά, στα οποία ήταν αυτάρκεις. Αυτή η  υπερεπάρκεια αγαθών εξασφαλιζόταν από προϊόντα της δικής τους γης (ελιές, λάδι, κρασί) είτε από προϊόντα που εισάγονταν από διάφορα άλλα μέρη (δημητριακά, πρώτες ύλες). Περισσότερο από κάθε άλλη ελληνική πόλη η Αθήνα λόγω της οικονομικής ευρωστίας, της ναυτικής και εμπορικής της υπεροχής υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα εμπορικά κέντρα της Μεσογείου. Έτσι, ο Αθηναίος δεν ήταν υποχρεωμένος να βγει για τίποτα από την πόλη του. Όλα του παρέχονταν με τον πιο ιδανικό τρόπο, ακόμα και την εποχή του πολέμου.
Με το τέλος του κεφαλαίου ο Περικλής κατορθώνει να δείξει ότι η μέριμνα της πόλης είναι να έχει πολίτες ευχαριστημένους και ικανοποιημένους σε όλα τα επίπεδα, καλύπτοντας τόσο τις σωματικές όσο και τις πνευματικές τους ανάγκες. Συνδυάζεται έτσι με τρόπο άψογο το πνεύμα και η ύλη, επιτυγχάνεται το μέτρο και διαμορφώνονται ιδανικές συνθήκες που εξασφαλίζουν αληθινή πληρότητα ευτυχίας. 
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι αναφορές σε πηγές τέρψης των Αθηναίων (γιορτές, αγώνες, καλοσυγυρισμένα νοικοκυριά, απόλαυση υλικών αγαθών) αποτελούν ταυτοχρόνως υπαινικτικές παρατηρήσεις για τη ζωή των Σπαρτιατών, οι οποίοι περιορισμένοι στη σκυθρωπή καθημερινότητα μεριμνούν μόνο για το ωφέλιμο αδιαφορώντας για το ευχάριστο. Είναι γνωστό ότι το Σπαρτιατικό κράτος απαγόρευε τις απολαύσεις και τις πολλές χαρές της ζωής λόγω της επικρατούσας αντίληψης ότι η τρυφή ευθύνεται για τη χαλάρωση των ηθών, τη μείωση της γενναιότητας και της πολεμικής αρετής και δεν αρμόζει στο σκληραγωγημένο, λιτό και ασκητικό χαρακτήρα των Σπαρτιατών. 
Μετά από όλα αυτά είναι εύκολο να καταλάβουμε ποια η λειτουργία του κεφαλαίου 38 στη δομή του λόγου: οι πολίτες που ζουν μια ζωή άνεσης, ευχαρίστησης και αφθονίας, που τους παρέχει η πόλη τους, αντιλαμβάνονται τη σημαντικότητα αυτής της πόλης και αγωνίζονται να τη διατηρήσουν δυνατή και ακμάζουσα, δεχόμενοι ακόμα και να θυσιαστούν για χάρη της. «Ανάμεσα στο κεφάλαιο της πολιτείας και των νόμων της (37) και στο κεφάλαιο των πολεμικών (39) μεσολαβούν αληθινή ανάπαυλα για τον αναγνώστη οι λίγες γραμμές που ζητούν να δείξουν ποιο είναι το ξεκούρασμα του Αθηναίου μέσα σε αυτήν την ένταση της ζωής, που ζει σε ώρες ειρήνης και πολέμου. Την κρυμμένη αντίθεση με τη Σπάρτη που η συνοφρυωμένη της αυστηρότητα δε θέλει να χαρίσει καμιά ξεκούραση στους πολίτες της, ποιος δεν τη νιώθει εδώ;»
(Ι.Θ.Κακριδής)





Κεφάλαιο 39

 

 

ΕΚΘΕΣΙΣ

Σύγκριση Αθήνας-Σπάρτης στον τομέα του πολέμου.

 

Βασικό θέμα

Η διαφορά Αθηναίων και Σπαρτιατών στον τρόπο με τον οποίο προετοιμάζονται και αντιμετωπίζουν τον πόλεμο.

Δομή κεφαλαίου

Α. Διαφορές στην πολεμική εκπαίδευση Αθηναίων-Σπαρτιατών:
1. Οι Σπαρτιάτες καταφεύγουν σε απελάσεις ξένων γιατί φοβούνται μήπως οι ξένοι δουν από κοντά και μάθουν στοιχεία σχετικά με τα πολεμικά, τα οποία θα μπορούσαν να ωφελήσουν τον εχθρό. Αντίθετα, οι Αθηναίοι απέναντι στις εξουθενωτικές προετοιμασίες και τα τεχνάσματα αντιτάσσουν το υψηλό αγωνιστικό τους φρόνημα (εύψυχον)
2. Ενώ οι Σπαρτιάτες μοχθούν αδιάκοπα και θυσιάζουν χαρές τις ζωής για να εξασφαλίσουν την ανδρεία, οι Αθηναίοι επιτυγχάνουν το ίδιο αποτέλεσμα μέσα από μια άνετη ζωή, μεστή από υλικές και πνευματικές απολαύσεις.  
Β. Τεκμήρια υπεροχής των Αθηναίων:
1. Οι Σπαρτιάτες δεν εκστρατεύουν στην Αττική μόνοι τους αλλά μαζί με τους συμμάχους τους, ενώ οι Αθηναίοι εκστρατεύουν μόνοι τους στη χώρα άλλων, μάχονται γενναία και τις περισσότερες φορές νικούν.
2. Κανείς εχθρός δεν αντιμετώπισε συγκεντρωμένη τη στρατιωτική δύναμη της Αθήνας επειδή οι Αθηναίοι φροντίζουν εξίσου για το ναυτικό και για την αποστολή στρατού σε πολλά μέρη της στεριάς.
3. Οι Λακεδαιμόνιοι σε περίπτωση νίκης εναντίον τμήματος αθηναϊκού στρατού επαίρονται πως νίκησαν ολόκληρο το αθηναϊκό στρατό, ενώ σε περίπτωση ήττας από μέρος επίσης αθηναϊκής δύναμης ισχυρίζονται πως νικήθηκαν από ολόκληρη της Αθηναϊκή δύναμη.
Γ. Πλεονεκτήματα αγωγής Αθηναίων
Οι Αθηναίοι μολονότι δεν στερούνται τις χαρές και τις απολαύσεις τις ζωής με σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση την ώρα της μάχης επιδεικνύουν αγωνιστικό φρόνημα εξίσου υψηλό με εκείνους που προετοιμάζονται για τον πόλεμο σκληρά.

Ερμηνευτική προσέγγιση

Στα κεφάλαια 37 και 38 ο Περικλής επαίνεσε το πολίτευμα και τις ευεργετικές επιδράσεις του στη ζωή των Αθηναίων πολιτών, καθώς η δημοκρατία τους εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις άνεσης, ελεύθερη ανάδειξη αξιών, αυτόβουλη και ενσυνείδητη υπακοή στις επιταγές του νόμου, ελευθεριότητα στις σχέσεις ανάμεσα στους πολίτες αλλά και στις σχέσεις τους με το κράτος, ψυχική ανάπαυλα και πνευματικές διεξόδους, απόλαυση από την ποικιλία καταναλωτικών αγαθών.
Με το κεφάλαιο 39 ασχολείται διεξοδικά με την αγωγή των Αθηναίων στα πολεμικά και τη στάση, την οποία τηρούν στην αντιμετώπιση του πολέμου. Ο ομιλητής επιλέγει να αναφερθεί στη συγκεκριμένη πολιτική επιλογή, τον πόλεμο, διότι εκ των πραγμάτων αυτή είναι επίκαιρη, καθώς ο λόγος εκφωνείται προς τιμήν των νεκρών του πρώτου έτους του πολέμου Επιπλέον ο πόλεμος ως η πιο κρίσιμη φάση που έχει να αντιμετωπίσει μια πόλη αποτελεί την πιο σοβαρή εκδήλωση δράσης της πολιτικής κοινότητας και ευκαιρία ανάδειξης του συλλογικού «εγώ», των συλλογικών αρετών. Εξάλλου έχοντας ακούσει προηγουμένως τις ελευθερίες, τις απολαύσεις και τις ψυχαγωγίες που προσφέρει στους πολίτες το αθηναϊκό πολίτευμα,         ο αναγνώστης ή ο ακροατής πιθανόν να σκεφτεί ότι με τέτοιες ανέσεις οδηγούνται οι Αθηναίοι στον εκφυλισμό των ηθών και την παρακμή. Ο Θουκυδίδης (ή ο Περικλής) θέλει να προλάβει μια τέτοια σκέψη και αναφέρεται στις πολεμικές αρετές των Αθηναίων προκειμένου να συμβιβάσει την άνετη ζωή των πολιτών με την ευψυχία που επιδεικνύουν την ώρα της μάχης.
Με στόχο, λοιπόν, να αποδείξει τον ισχυρισμό του ότι η Αθήνα είναι αυταρκεστάτη και ες πόλεμον, ο ρήτορας εγκαινιάζει έναν καινούργιο τρόπο στην εξέταση των στοιχείων της Αθήνας. Ως τώρα το εγκώμιο της αθηναϊκής πολιτείας γινόταν απόλυτα, χωρίς ρητή συσχέτιση με τα στοιχεία άλλης πολιτείας. Η διαφορά με την αντίπαλη πόλη Σπάρτη ήταν υπαινικτική και λανθάνουσα. Οι ενάντιοι κυριαρχούσαν στη σκέψη του ομιλητή και έφταναν ως την άκρη της γλώσσας του.
Ο αδιόρατος υπαινιγμός για την πόλη των αντιπάλων γίνεται φανερός από τη φράση «και ταις των πολεμικων μελέταις». Με τις πρώτες όμως λέξεις του κεφαλαίου 39 οι αντίπαλοι ξεστομίζονται πια απροκάλυπτα: η Σπάρτη με όλο το αδυσώπητο στρατιωτικό της σύστημα αντιπαραβάλλεται με την Αθήνα, έτσι ώστε το αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης με το τέλος του κεφαλαίου να είναι πολύ εύγλωττο για τους ακροατές του Περικλή. Η υπεροχή λοιπόν των Αθηναίων στα πολεμικά είναι το πρώτο θέμα της φανερής αντιπαραβολής με τη Σπάρτη.
Συγκεκριμένα η Αθήνα και η Σπάρτη είναι οι δύο πόλεις-κράτη που φτάνουν στον πόλεμο από διαφορετική αφετηρία και φιλοσοφική θεώρηση των καταστάσεων. Η Αθήνα ήταν ανοιχτή σε όλους και καλοδεχόταν τους ξένους- καλλιτέχνες, σοφιστές, φιλοσόφους, επιστήμονες, εμπόρους- για τους οποίους αποτελούσε πόλο έλξη, καθώς πρόσφερε τις δυνατότητες να αναπτύξουν ποικίλες και πλούσιες δραστηριότητες σε όλα τα πεδία. Έτσι η πόλη αποτελούσε το σημαντικότερο οικονομικό, πολιτικό, πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο,  ώστε δίκαια να θεωρείται «πρυτανείο της σοφίας» και «παίδευσις της Ελλάδος».
Σε αντίθεση με ο,τι γινόταν στην πόλη της Αθήνα, στη Σπάρτη εφαρμοζόταν ο νόμος της ξενηλασίας, σύμφωνα με τον οποίο οι ξένοι ήταν ανεπιθύμητοι. Οι Σπαρτιάτες περιχαρακωμένοι στα στενά όρια της κλειστής κοινωνίας τους, χωρίς ιδιαίτερες επαφές με τον έξω κόσμο, δε δέχονταν ξένους αλλά τους απομάκρυναν από τη χώρα τους. Σκοπός της απέλασης ήταν να περιφρουρούνται τα σπαρτιατικά ήθη και να αποφεύγεται η διάβρωση και εξαχρείωση των Σπαρτιατών από έθιμα και αντιλήψεις άλλων. Ο θεσμός αυτός της απέλασης των ξένων ερμηνεύεται προφανώς από τον Περικλή διαφορετικά: οι Σπαρτιάτες καταφεύγουν στις ξενηλασίες γιατί φοβούνται μήπως οι ξένοι δουν από κοντά στοιχεία του πολιτεύματός του και τα μιμηθούν για δική τους ωφέλεια. Αυτή η εκτίμηση βέβαια δεν εκφράζεται άμεσα αφού το σχόλιο δεν είναι για τη Σπάρτη, αλλά για την Αθήνα: η Αθήνα δεν εμποδίζει κανέναν από το να μάθει η να δει κάτι, ακόμα και αν υπάρχει ο κίνδυνος της αντιγραφής στοιχείων του αθηναϊκού μεγαλείου. Αυτό όμως που με βεβαιότητα παραπέμπει στη Σπάρτη είναι η ιδιαίτερη έμφαση στις «παρασκευές» και τις «απάτες». Με τον πρώτο όρο δηλώνεται η σκληρή αγωγή των Σπαρτιατών, οι οποίοι σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους ασκούνταν για να γίνουν καλοί στρατιώτες. Με τον όρο «απάτες» εννοούνται όλα τα τεχνάσματα και οι πονηριές που χρησιμοποιούσαν οι Σπαρτιάτες εκεί που δεν μπορούσε να έχει αποτέλεσμα η γενναιότητα. Στα μέσα αυτά μπορούσε να συμπεριληφθεί και η «κρυπτεία», μια στρατιωτική άσκηση των νέων, οι οποίοι ύστερα από εντολή των αρχόντων, κρύβονταν τη μέρα και την νύχτα έκαναν κρυφά επιθέσεις και σκότωναν απείθαρχους είλωτες.
Σε αυτό το είδος της πολεμικής προετοιμασίας και στα τεχνάσματα ο Περικλής αντιτάσσει το εύψυχον των Αθηναίων, το υψηλό αγωνιστικό φρόνημα, την ψυχική ορμή, η οποία πηγάζει από το εσωτερικό των πολιτών κατά την κρίσιμη στιγμή της μάχης. Το εύψυχον δεν σχετίζεται με τη διαρκή κοπιαστική εξάσκηση αλλά είναι απόρροια της ψυχής του πολίτη και των συνθηκών που διαμορφώνει το πολίτευμα για να τον ικανοποιήσει.
Η διαφορετική αντιμετώπιση της πολεμικής εκπαίδευσης από τις δύο πόλεις σμιλεύεται εντέχνως στο κείμενο μέσα από αντιθέσεις και το χιαστό σχήμα, όπου τα θετικά γνωρίσματα παραπέμπουν στους Αθηναίους και τοποθετούνται στα άκρα για έμφαση, ενώ τα αρνητικά χαρακτηριστικά αναφέρονται στους Σπαρτιάτες και μπαίνουν στη μέση για να αποδυναμωθούν:
την πόλιν κοινήν παρέχομεν                 ουκ έστιν οτε ξενηλασίαις
απείργομεν τινά

πιστεύοντες ου ταις παρασκευαις         η τω αφ΄ ημων αυτων
το πλέον και απάταις                                         ες τα έργα ευψυχω
Ένα δεύτερο βασικό σημείο που διακρίνει την Αθήνα από τη Σπάρτη όσον αφορά στην «πολεμική μελέτη», εκτός από το ότι η Αθήνα ήταν πάντα ανοιχτή σε όλους, είναι αι παιδείαι, το όλο παιδαγωγικό σύστημα, τα διάφορα μέσα και οι ποικίλοι τρόποι στρατιωτικής εκπαίδευσης των νέων. Και στις δύο πόλεις στόχος και σκοπός της εκπαίδευσης ήταν η κατάκτηση της πολεμικής αρετής, όμως οι μέθοδοι που υιοθετούνταν για την επίτευξή της ήταν διαφορετικοί.
Η στρατιωτική αγωγή των Σπαρτιατών στηριζόταν στην δια βίου στρατιωτική άσκηση, την απόλυτη και αυστηρή πειθαρχία και τη σκληραγωγία. Οι νέοι από πολύ μικρή ηλικία εκπαιδεύονταν αδιάκοπα με επίπονες ασκήσεις και δοκιμασίες: ασκούνταν ξυπόλυτοι το χειμώνα, κοιμούνταν χωρίς σκεπάσματα μέσα στο κρύο, υποβάλλονταν σε μαστιγώσεις και εθίζονταν στην τυφλή υπακοή στους ανωτέρους, τις κακουχίες και τον πόνο. Αυτός ο μονομερής προσανατολισμός της εκπαίδευσης υπηρετούσε ένα ιδεώδες αυστηρά καθορισμένο σύμφωνα με το οποίο το άτομο έπρεπε να θυσιάσει τα πάντα για το συμφέρον της εθνικής κοινότητας.
Απέναντι στο  μονολιθικό σπαρτιατικό τρόπο ζωής ο Περικλής αντιπαραθέτει την «ανειμένη δίαιτα», την άνετη και ευχάριστη ζωή των Αθηναίων, οι οποίοι δεν ήταν αρνητικοί απέναντι στις απολαύσεις της ζωής και στους οποίους δεν επιβάλλονταν καταπιεστικοί περιορισμοί. Η διαπαιδαγώγηση των Αθηναίων δε χαρακτηριζόταν από απάνθρωπη σωματική άσκηση και άκαμπτη πειθαρχία αλλά από τις αρχές και τα ιδεώδη της ελεύθερης δημοκρατικής πολιτείας. Η ποιότητα όμως της καθημερινής ζωής δεν κάνει τους Αθηναίους νωθρούς και λιγότερο γενναίους από τους Σπαρτιάτες. Την κρίσιμη ώρα της μάχης επιδεικνύουν την ίδια ανδρεία και τις ίδια πολεμική αρετή με εκείνους που ανατρέφονται, μεγαλώνουν και ζουν μόνο και μόνο για να νικήσουν σε έναν ενδεχόμενο πόλεμο. Σε μια εποχή που οι Σπαρτιάτες αποτελούν την αναμφισβήτητα μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη, ο Περικλής πετυχαίνει να προβάλει την ανωτερότητα των Αθηναίων παίρνοντας ως κριτήριο όχι τόσο το βαθμό της ανδρείας και την αποτελεσματικότητά της, όσο τον τρόπο με τον οποίο αποκτιέται αυτή: οι Αθηναίοι καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα χωρίς εξαντλητική προσπάθεια που στερεί τις χαρές της ζωής αλλά με λιγότερο μόχθο και μεγαλύτερη πληρότητα ευτυχίας.
Ο Περικλής στη συνέχεια προσπαθεί να στηρίξει τις διαπιστώσεις και τους ισχυρισμούς του παραθέτοντας τεκμήρια, κατονομάζοντας για πρώτη φορά τους αντιπάλους με το «ούτε γαρ Λακεδαιμόνιοι». Η ρητή αυτή αναφορά στους Σπαρτιάτες δεν ξαφνιάζει γιατί ο ακροατής έχει προετοιμαστεί με πολλές έμμεσες αναφορές σε αυτούς.
Στη ρύμη του λόγου του ο Περικλής φαίνεται να παρασύρεται από έπαρση που φτάνει στα όρια της αλαζονείας, αφού με επιχειρήματα που σχεδόν προσεγγίζουν το σόφισμα υποβαθμίζει την πολεμική ανδρεία των Σπαρτιατών και μεγιστοποιεί την πολεμική αρετή των συμπολιτών του. Η επιχειρηματολογία του είναι η εξής:
α) Οι Σπαρτιάτες δεν εκστρατεύουν ποτέ μόνοι τους στην Αττική αλλά μαζί με όλους τους συμμάχους τους, ενώ οι Αθηναίοι επέρχονται μόνοι τους στη χώρα άλλων, μάχονται γενναία και τις περισσότερες φορές νικούν αυτούς που αγωνίζονται για τη σωτηρία της πατρίδας τους.
Το επιχείρημα είναι ασθενές καθώς:
¨   ο ρήτορας αποσιωπά τα αποτελέσματα των εκστρατειών των Σπαρτιατών και υπερτονίζει αυτά των Αθηναίων.
¨   Οι Σπαρτιάτες εκστρατεύουν εναντίον της Αθήνας, οι Αθηναίοι όμως όχι εναντίον της Σπάρτης αλλά πόλεων διαφορετικής δύναμης και φήμης.
¨   Όσα αναφέρονται για την αυτοδυναμία των Αθηναίων δεν έχουν απόλυτη ισχύ καθώς πολλές φορές οι Αθηναίοι ενισχύθηκαν σε εκστρατείες τους από συμμάχους τους.
β) Κανείς εχθρός δεν αντιμετώπισε τη δύναμη της Αθήνας συγκεντρωμένη επειδή οι Αθηναίοι φροντίζουν και την εδραίωση της θαλασσοκρατορίας μέσω του ναυτικού και στέλνουν στρατό σε πολλά ηπειρωτικά μέρη.
Το επιχείρημα είναι αληθινό γιατί η Αθήνα πραγματικά τη συγκεκριμένη περίοδο αποτελούσε μεγάλη δύναμη, η οποία ασκούσε ιμπεριαλιστική πολιτική μέσω επιχειρήσεων επέμβασης, βοήθειας και επιβολής μιας συμφέρουσας γι΄  αυτήν τάξης πραγμάτων.
 γ) Οι Λακεδαιμόνιοι αν συναντήσουν και νικήσουν μέρος του αθηναϊκού στρατού καυχώνται ότι νίκησαν την Αθήνα και όταν πάλι νικηθούν από μέρος αθηναϊκής δύναμης ισχυρίζονται ότι νικήθηκαν από όλη τη δύναμη της Αθήνας.
Όσον αφορά τον έλεγχο τους επιχειρήματος δεν έχουμε ιστορικά στοιχεία που να επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό του Περικλή. Εκείνο πάντως που επιδιώκει και πετυχαίνει ο ομιλητής είναι να μειώσει τη σημασία των νικών των αντιπάλων και να υπερτονίσει τη σημασία που είχαν οι νίκες των Αθηναίων. Επίσης, υποβάλλει την ιδέα ότι η φήμη των Λακεδαιμονίων στο στρατιωτικό τομέα δε στηριζόταν σε πραγματικά γεγονότα αλλά σε παραποιήσεις και ψεύδη των Σπαρτιατών.
Ολοκληρώνοντας την επιχειρηματολογία του ο ρήτορας επιστρέφει στην κεντρική ιδέα του κεφαλαίου, στο διαφορετικό δηλαδή τρόπο με τον οποίο αποκτούν την πολεμική αρετή οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες. Η λέξη ραθυμία επαναλαμβάνει το ανειμένως διαιτώμενοι και η φράση πόνων μελέτη το επιπόνω ασκήσει. Επιτυχώς χρησιμοποιείται για δεύτερη φορά ο διπλός συνδυασμός θετικής και αρνητικής έκφρασης με τα μέλη σε χιαστή αντιστοιχία:
ραθυμία μάλλον                                                η πόνων μελέτη


και μη μετά νόμων το πλέον                 τρόπων ανδρείας
Το εθέλομεν κινδυνεύειν αντιστοιχεί στο επί τους κινδύνους χωρούμεν και φανερώνει ότι διαφορετική παιδεία και τρόπος ζωής οδηγούν στο ίδιο αποτέλεσμα. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται η υπεροχή του αθηναϊκού τρόπου ζωής: οι Αθηναίοι ζουν άνετα και ελεύθερα στην πόλη τους, στην κατάλληλη όμως στιγμή μπορούν να κάνουν την επιλογή τους, να πολεμήσουν για να δοξάσουν την πόλή τους και να μεγαλουργήσουν, χωρίς να να τους είναι απαραίτητη καμία ειδική αγωγή γι΄ αυτό. Τους είναι αρκετή η ελεύθερη δημοκρατική αγωγή που τους δίνει η πόλη τους.
Ως κατακλείδα του κεφαλαίου 39 υπογραμμίζονται από τον Περικλή δύο βασικά σημεία στα οποία πλεονεκτούν οι Αθηναίοι έναντι των αντιπάλων τους:
α) οι Αθηναίοι δεν καταπονούνται προκαταβολικά για τα δεινά που ενδέχεται να συμβούν στο μέλλον
β) όταν φτάσει η στιγμή και έλθουν αντιμέτωποι με αυτά δείχνουν την ίδια γενναιότητα και την ίδια αγωνιστική διάθεση με αυτούς που έχουν κάνει τον πόλεμο αποκλειστικό σκοπό της ζωής τους.
Βέβαια η σύγκριση Αθήνας-Σπάρτης στο στρατιωτικό τομέα και μάλιστα μια περίοδο που η κυριαρχία της στον τομέα αυτό είναι αναμφισβήτητη είναι έργο δύσκολο. Επιβαλλόταν όμως από τους παρακάτω κυρίως λόγους:
*     ο Περικλής έπρεπε να κρατήσει το φρόνημα και το ηθικό των συμπολιτών του σφριγηλό και ακμαίο, καλλιεργώντας στην ψυχή τους την ελπίδα για την τελική νίκη
* την εποχή που εκφωνείται ο Επιτάφιος, ιδίως ύστερα από την καταστροφική εισβολή των Λακεδαιμονίων στην Αττική, αρχίζει να υποβόσκει αντιπολεμική ατμόσφαιρα, που έπρεπε να διαλυθεί προκειμένου να αποφευχθεί η ηττοπάθεια και η λιποψυχία.
* στην περίπτωση ενός επιταφίου λόγου η προβολή του αξιόμαχου αθηναϊκού στρατού ήταν κάτι εύλογο και φυσικό.
ο Περικλής ήθελε να πείσει ότι η ανειμένη δίαιτα και η ραθυμία των Αθηναίων δεν αποδυναμώνει το αγωνιστικό τους φρόνημα ούτε προκαλεί τον ηθικό τους εκμαυλισμό.
Έτσι, ο Περικλής κατορθώνει να παρουσιάσει την αθηναϊκή δημοκρατία να συμβιβάζει τα αντίπαλα στοιχεία της πνευματικής απόλαυσης και της υλικής άνεσης από τη μια με την ψυχική καλλιέργεια και την ηθική ανάταση από την άλλη. Να εναρμονίζει τις ψυχικές αναζητήσεις και σωματικές απαιτήσεις με τις πνευματικές αναζητήσεις για να πλάσει και να επιτύχει την ισορροπία ύλης και πνεύματος, ανέσεως και ανατάσεως, ραθυμίας και ευψυχίας σε ένα αρμονικό πάντρεμα του τερπνού μετά του ωφελίμου.  Καταφέρνει τελικώς να σκιαγραφήσει ένα τέλειο, ιδανικό ανθρώπινο πολιτισμό και μια Αθήνα υπέροχη και αξιοθαύμαστη ακόμα και σε τομέα που   άλλη πόλη (Σπάρτη) είχε αναμφισβήτητα τη φήμη της υπέροχης. Η Αθήνα υψώνεται και κατακτά το μέτρο, το ιδανικό και τους πολεμικούς τρόπους, που δεν αναιρούν την καλή, ελεύθερη, άνετη και ανώτερη ζωή. 

Ετυμολογικά σχόλια


διαφέρομεν
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: φορά, εκφορά, διαφορά, αναφορά, προφορά,αυτόφωρο, διηνεκής, οισοφάγος

παρέχω
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: παροχή, ανοχή, κατοχή, ενοχή, ανακωχή, εκεχειρία,    έξοχος, σχέση, σχήμα, έξις, σχεδόν, σχολή, όχημα
Συνώνυμα α.ε.: δίδωμι, διανέμω, προσφέρω
Αντίθετα α.ε.: ἐπέχω, φείδομαι

ξενηλασία< ξένος + ἐλαύνω
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: επέλαση, παρέλαση, προέλαση, ποδήλατο, αμαξηλάτης, στρατηλάτης

ἀπείργω
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.:  ειρκτή (: φυλακή), κάθειρξη, έρκος (: φράγμα)
Συνώνυμα α.ε.: κωλύω, ἐμποδίζω, ἀντικόπτω
Αντίθετα α.ε.: ἀφίημι, ἐπιτρέπω, ἐλευθερῶ

θέαμα< θεάομαι-ῶμαι
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: θέα, θεαση, θεατής, θεατός, θέατρο, θεωρείο

ἀνειμένος< ἀνίεμαι
Ομόρριζα-παράγωγα νε.: άνεση, σύνεση, ένεση, άφεση, άνετος, κάθετος

διαιτῶμαι
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: δίαιτα, διαιτητής, κακοδίαιτος, λιτοδίαιτος, διαιτητικός
Συνώνυμα α.ε.: βιῶ, ζῶ, διάγω

προσμείγνυμι
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: μείγμα, μείξη, μεικτός, ανάμειξη, πρόσμειξη, μιγάς,  αμιγής, επιμειξία, αιμομειξία
Συνώνυμα α.ε.: κεράννυμι, συγχέω, ἀρμόττω

αὔχω
Ομόρριζα-παράγωγα α.ε.: καύχημα, καύχηση, καυχησιολογία
Συνώνυμα α.ε.: κομπάζω, ὑβρίζω, ἀλαζονεύομαι, ἐπαίρομαι, μέγα φρονῶ
Αντίθετα α.ε.: ταπεινοῦμαι, ἧσσον φρονῶ
ὠθῶ
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: ώθηση, ωστικός, άνωση, ἐξωση, άπώθηση, ἀπωθητικός
Συνώνυμα α.ε.: ἀποκρούω, ἐκδιώκω, ἐξελαύνω
Αντίθετα α.ε.: ἔλκω, σύρω, προσάγομαι

ῥαθυμία < ῥάδιος + θυμός
Ομόρριζα-παράγωγα νε.: ράθυμος

ἀλγεινός < ἄλγος
Ομόρριζα-παράγωγα νε.: άλγος, αναλγησία, ανάλγητος, αναλγητικό, κεφαλαλγία


Κεφάλαιο 40


ΕΚΘΕΣΙΣ

Ο χαρακτήρας των Αθηναίων


Βασικό θέμα

Ο αθηναϊκός τρόπος ζωής διαμορφώνει τον άνθρωπο με την άρτια προσωπικότητα, που κυρίαρχο στοιχείο της είναι σε κάθε εκδήλωσή της να εναρμονίζει επιτυχώς τη θεωρία με την πράξη.  

Δομή κεφαλαίου

Α. Η στάση των Αθηναίων απέναντι σε πνευματικά και πρακτικά ζητήματα του βίου τους.
1. Η ιδιαίτερη ενασχόλησή τους με τις καλές τέχνες και με θεωρητικές αναζητήσεις.
α) Αγάπη για το ωραίο με λιτότητα.
β) Θεωρητικές αναζητήσεις χωρίς μαλθακότητα.
2. Οι ξεχωριστές τους θέσεις ως προς τον πλούτο, τη φτώχια, την εργασία.
α) Ο πλούτος, αφορμή για την επιτέλεση έργων.
β) Η φτώχια όχι κάτι επονείδιστο.
γ) Προσπάθεια υπέρβασης της φτώχιας μέσω της εργασίας.
Β. Διακριτικά γνωρίσματα του πολιτικού βίου.
1. Πλήρης ενημέρωση και ενασχόληση των πολιτών με τις πολιτικές υποθέσεις παράλληλα με τις ιδιωτικές.
2. Αρμονική σύζευξη λόγων (πολιτικού διαλόγου) και έργων (πολιτικής πράξης). Η διαφωτιστική αξία του λόγου στη λήψη αποφάσεων.
Γ. Ο ιδιαίτερος τρόπος αντιμετώπισης των πολεμικών επιχειρήσεων.
Συνδυασμός τόλμης και ακριβή υπολογισμού των συνεπειών κάθε επιχείρησης.
Δ. Η σχέση φιλίας της Αθήνας με άλλες πόλεις κράτη.
1. Ο ξεχωριστός τρόπος απόκτησης φίλων: η ανιδιοτελής προσφορά ευεργεσιών.

Το κίνητρο της προσφοράς ευεργεσίας: το φιλελεύθερο φρόνημα.

 

Ερμηνευτική προσέγγιση

Το κεφάλαιο 40 αποτελεί ουσιαστικά το τελευταίο από τα τέσσερα της πρόθεσης (κεφ. 37-40), στα οποία ο ρήτορας διαπραγματεύτηκε ο,τι έταξε ως σκοπό στην πρόταση (κεφ. 36,4), δηλαδή στην εξαγγελία του ότι θα αναφερθεί και θα αναλύσει τους παράγοντες του αθηναϊκού μεγαλείου: την «επιτήδευση» και το πως αυτή εκφράζεται στο πολίτευμα (πολιτεία) και στο χαρακτήρα (τρόποι) των Αθηναίων. Το επόμενο κεφάλαιο 41 αποτελεί υμνητική ανακεφαλαίωση στο θαύμα της αθηναϊκής πολιτείας.
Στο κεφάλαιο 40 σφαιρώνεται η κυρίαρχη ιδέα του Επιταφίου, η μοναδικότητα, η ανθρώπινη ολοκλήρωση στην οποία υψώνεται ο Αθηναίος πολίτης χάρη στους τρόπους που περιγράφηκαν προηγούμενα. Ο ομιλητής καταδεικνύει την ανωτερότητα των Αθηναίων στον πνευματικό, πολιτικό, κοινωνικό στίβο, χρησιμοποιώντας χαρισματικά τον αντιθετικό λογισμό. Κάθε πρόταση του κεφαλαίο 40 χτίζεται με τέτοιο τρόπο ώστε στην ίδια φράση να συνυπάρχουν αντίθετες έννοιες, αντιθετικά νοήματα και στοιχεία αντινομικά, που το ένα τονίζει εμφαντικά το άλλο. Ο τρόπος όμως της παράθεσής τους σε συνδυασμό με την ποικιλία ρητορικών σχημάτων που πλουτίζουν το λόγο συντελούν ώστε μέσα από τη διάσπαση της φράσης μέσω των αντιθέτων να επιτυγχάνεται μία σπάνια συναίρεση και σύνθεση, η γεφύρωση των αντιθέτων και η δημιουργία μιας αρμονικής σύζευξης.
Έτσι, στο κεφάλαιο 40 παρατίθενται με συντομία οι αντινομίες εκείνες που ενώ  στους άλλους λαούς συναντώνται μεμονωμένα και παράγουν κατά κανόνα μονομερή μορφή ζωής, στους Αθηναίους βρίσκονται εναρμονισμένες και ισόρροπες.  Οι βασικές αντιθετικές έννοιες που εξετάζονται είναι: θεωρία-πράξη, λόγος-έργο, επίγνωση-πολεμική αρετή. Η εναρμόνιση αυτών των εννοιών οδηγεί στους Αθηναίους στην κοινωνική αρετή και στερεώνει την πίστη τους στην ελευθερία.
Πιο συγκεκριμένα, ο Περικλής αναφέρει ότι τους Αθηναίους τους διακρίνει η αγάπη τους για το ωραίο (φιλοκαλούμεν), που την εκφράζουν κυρίως μέσα από την καλλιέργεια της τέχνης. Αυτή  όμως η ενασχόληση με το ωραίο δεν τους οδηγεί στη δαπανηρή πολυτέλεια, αλλά την ικανοποιούν με απλότητα, χωρίς περιττές και υπερβολικές σπατάλες.
Η διττή σημασία της λέξης ευτέλεια (φθηνός και οικονομικός ή φθηνός και κακής ποιότητας) δημιουργεί προβλήματα στην ερμηνεία της φράσης «φιλοκαλουμεν μετ΄ ευτελείας». Σύμφωνα με την πρώτη σημασία, οι Αθηναίοι, κατά τον Περικλή, εκφράζουν την αγάπη τους για το ωραίο χωρίς υπερβολικές δαπάνες. Ο ισχυρισμός αυτός δύσκολα μπορεί να εναρμονιστεί με την ιστορική πραγματικότητα, γιατί η Αθήνα διέθετε υπέρογκα ποσά για την ανοικοδόμηση δημόσιων κτιρίων με τα οποία επιδείκνυε τον πλούτο και τη δύναμή της. Ορισμένοι μελετητές για να άρουν την αντινομία και να συμβιβάσουν τον ισχυρισμό με την ιστορική πραγματικότητα, λένε ότι ο Περικλής αναφέρεται στο σημείο αυτό στην απλότητα και την καλαισθησία των πολιτών, η οποία χαρακτήριζε την ενδυμασία, τις κατοικίες και γενικότερα την έκφραση της ιδιωτικής τους ζωής. Κάποια άλλη μερίδα μελετητών υποστηρίζει ότι ο Περικλής εδώ εξαίρει την απλότητα της αττικής τέχνης, η οποία φυσικά δεν αποκλείει και τις δαπάνες, για να την αντιπαραβάλλει με την ασιατική πολυτέλεια και χλιδή, το φόρτο και την υπερβολή των «εκφραστικών μέσων» της ανατολικής τέχνης. Αναμφίβολα, διαπιστώνει κανείς μια τάση εξιδανίκευσης της αθηναϊκής πολιτείας, η οποία όμως υπάρχει διάχυτη και σε άλλα σημεία του Επιταφίου.  
Από την άλλη, οι Αθηναίοι καταγίγνονται με την καλλιέργεια του πνεύματος (φιλοσοφούμεν), τις θεωρητικές και πνευματικές αναζητήσεις, γιατί τους αρέσει να μαθαίνουν, να καλλιεργούν τα γράμματα και τις επιστήμες, να στοχάζονται και να φιλοσοφούν. Εντούτοις, η διανοητική αυτή δραστηριότητα δεν τους απορροφά μονόπλευρα τόσο ώστε να τους απομακρύνει από την αναγκαία καθημερινή δράση στη ζωή, δε μειώνει την ενεργητικότητα και την ανδρεία ούτε τους κάνει νωθρούς και μαλθακούς. Η άποψη αυτή του Περικλή είναι έμμεση απάντηση στους Πελοποννησίους και τους Βοιωτούς, οι οποίοι πίστευαν ότι ο θεωρητικός στοχασμός αποχαυνώνει και εκθηλύνει τους πολίτες, καθιστώντας τους άτολμους και άνανδρους. Ο ομιλητής βέβαια έχει ήδη τοποθετηθεί στο θέμα της αντιμετώπισης των πολεμικών κινδύνων από τους Αθηναίους παρουσιάζοντας την ανδρεία ως αποτέλεσμα εσωτερικής ορμής που πηγάζει από τον τρόπο ζωής. Έτσι το «φιλοσοφουμεν άνευ μαλακίας» έρχεται να επαναλάβει και να συμπυκνώσει το συνδυασμό της ανειμένης δίαιτας και της ευψυχίας που προβλήθηκε ως διαφοροποιό στοιχείο των Αθηναίων στο κεφάλαιο 39.  
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην επιγραμματική φράση «φιλοκαλούμεν μετ΄ ευτελείας και φιλοσοφουμεν άνευ μαλακίας» έχουμε ένα ακόμα παράδειγμα για τη μοναδική ικανότητα του Θουκυδίδη να λέει πολλά και σημαντικά πράγματα με λίγα λόγια (βραχυλογία), αλλά ταυτόχρονα με εξαιρετικά εντυπωσιακή εκφραστικότητα, όπως αποδεικνύει η υφολογική ανάλυση της φράσης. Ειδικότερα παρατηρούμε αντίθεση ανάμεσα:

¨   στο φιλοκαλούμεν και το μετ΄ ευτελείας
¨   στο φιλοσοφούμεν και στο άνευ μαλακίας
¨   στο φιλοσοφούμεν και στο φιλοκαλούμεν: υποδηλώνεται η πάλη τέχνης και επιστήμης, που επισημάνθηκε ιδιαίτερα από τον Πλάτωνα σχετικά με το ποια από τις δύο μπορεί να μορφώνει ολοκληρωμένα τον άνθρωπο
¨     στο μετ΄ ευτελείας και στο άνευ μαλακίας: χρήση αντίθετων προθέσεων
Η συναίρεση και η αρμονία των νοημάτων προκύπτει τελικώς από την ισοσυλλαβία ρημάτων και ονομάτων, τη χρήση του ομοιοτέλευτου (-ουμεν, -ουμεν, -είας, -ίας), την παρονομασία (ίδια αρχή και τέλος στα ρήματα), την παρήχηση του φ και λ, την υποταγή των προσδιορισμών στα ρήματα. Έτσι, ο λόγος γίνεται το κατάλληλο εργαλείο στα χείλη του ρήτορα προκειμένου να εναρμονίσει αξίες και αρετές φαινομενικά αντιφατικές: η αγάπη για το ωραίο με λιτότητα και η πνευματική καλλιέργεια χωρίς μαλθακότητα.  
Ο ομιλητής στη συνέχεια μεταβαίνει ομαλά από τη θεωρητική πλευρά του χαρακτήρα των Αθηναίων σε ζητήματα του πρακτικού τους βίου, θέλοντας να παρουσιάσει τους πολίτες της Αθήνας όχι μόνο ως ανθρώπους της θεωρίας αλλά και της δράσης. Η παρουσίαση αυτή γίνεται μέσα από την αναφορά στις έννοιες του πλούτου, της φτώχιας αλλά και της εργασίας. Ο πλούτος εθεωρείτο στην αρχαιότητα σημαντικό αγαθό γιατί εξασφάλιζε στους ανθρώπους τα μέσα για την απόλαυση της ζωής και την αποφυγή στερήσεων και κακουχιών. Πέρα από τη γενική κατάφαση, υπήρξε και κάποιος σκεπτικισμός απέναντί του καθώς συνδεόταν συχνά με τη ηθική κατάπτωση και τη διαφθορά του χαρακτήρα. Προκειμένου να αποφύγει τυχόν παρανοήσεις, ο Περικλής σπεύδει να παρουσιάσει τον πλούτο ως θετική αξία της ζωής των Αθηναίων, ως αφετηρία και κίνητρο για παραγωγικό και δημιουργικό έργο και όχι ως αφορμή για επίδειξη και έπαρση. Η αντιθετική σκέψη οδηγεί το ρήτορα από τον πλούτο στη φτώχια. Ο ομιλητής δεν καταδικάζει γενικά τη φτώχια ως ταπείνωση και άρνηση της ζωής, ούτε θεωρεί ντροπή να παραδέχεται κάποιος τη φτώχια του, αλλά θεωρεί ότι είναι μεγαλύτερη ντροπή να μη διαθέτει τη θέληση να την ξεπεράσει με την εργασία του. Είναι φανερό ότι ο Περικλής με την τοποθέτησή του αυτή εκφράζει το νέο σύστημα αξιών και αντιλήψεων που διαμορφώθηκε μετά την άνοδο του δήμου στην εξουσία. Σύμφωνα με αυτό, η εργασία δεν αντιμετωπιζόταν πλέον περιφρονητικά ούτε ως συνώνυμη της «δουλείας» όπως γινόταν στις αριστοκρατικές κοινωνίες, αλλά ως το νόμιμο και απολύτως αποδεκτό μέσο για απαλλαγή από τη φτώχια και την εξασφάλιση καλύτερων όρων διαβίωσης. Αντίθετα, για τη Σπάρτη η πενία και η λιτή ζωή αποτελούσαν τρόπο ζωής ενώ η εργασία αποκηρυσσόταν ως αρμοδιότητα αποκλειστικά των δούλων και των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων.  
Συνεχίζοντας ο πολιτικός προβάλλει την εικόνα των Αθηναίων πολιτών που εξισορροπούν με τέλειο τρόπο την πρακτική ενασχόληση για θέματα της οικογενειακής και επαγγελματικής (ιδιωτικής) τους ζωής με τη φροντίδα τους για τα θέματα της πολιτείας. Αυτή η πολυμέρεια των Αθηναίων είναι συνέπεια του δημοκρατικού πολιτεύματος, το οποίο στηρίζεται στην ενεργητική συμμετοχή και δράση του κάθε πολίτη, απαιτεί την ένταξή του σε πολιτικές ομάδες, την άμεση συμμετοχή σε θεσμούς και δημοκρατικές διαδικασίες. Η πολιτική ενεργοποίηση κάθε Αθηναίου πολίτη επιβαλλόταν ήδη από την εποχή του Σόλωνα, ο οποίος θέσπισε νόμο που τιμωρούσε με στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων εκείνο τον πολίτη που αρκούνταν στην ουδετερότητα και την απραγμοσύνη. Η πολιτική για τους Αθηναίους είναι οργανωμένη δράση της κοινότητας που κατευθύνεται και ασκείται από συλλογικά όργανα που τα απαρτίζουν όλοι οι πολίτες. Η αδράνεια λοιπόν των πολιτών συνεπάγεται αδράνεια του μηχανισμού εξουσίας. Γι  αυτό είναι αδιανόητο, σύμφωνα με την αθηναϊκή αντίληψη, το μέλος της πολιτικής κοινότητας, ο πολίτης να είναι αμέτοχος των πολιτικών αγώνων. Σε διαφορετική περίπτωση, θεωρείται άχρηστος και επικίνδυνος για τη δημοκρατία. Ο Αθηναίος πολίτης που δε συμμετέχει στα κοινά μόνο καταχρηστικά μπορεί να φέρει την ιδιότητα του πολίτη.
Η πολυπραγμοσύνη των Αθηναίων έρχεται συνειρμικά σε αντίθεση με το μονοδιάστατο τρόπο ζωής των Σπαρτιατών. Η αποκλειστική ενασχόληση των Σπαρτιατών με στρατιωτικά θέματα  δεν τους άφηνε περιθώρια για ιδιωτικές δραστηριότητες ή άλλες ασχολίες. Ο Σπαρτιάτης πολίτης ανήκει από κάθε άποψη στο ολιγαρχικό καθεστώς της πόλης του, στην οποία έχει εκχωρήσει όλα τα δικαιώματά του με την πεποίθηση ότι αυτή φροντίζει αποτελεσματικά για όσα τον αφορούν, θυσιάζοντας και υποβαθμίζοντας ακόμα και την οικογενειακή ζωή στο ιδεώδες του καλού στρατιώτη.   
Ο Περικλής δεν περιορίζεται στο να αναφέρει απλώς την συμμετοχή των Αθηναίων στα κοινά, αλλά προσδιορίζει σαφώς τον τρόπο αυτής της συμμετοχής και της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων. Ο Αθηναίοι πολίτες είτε παίρνουν αποφάσεις ακούγοντας και κρίνοντας τους πολιτικούς ηγέτες είτε σκέφτονται σωστά για τις δημόσιες υποθέσεις και διατυπώνουν προτάσεις. Όπως δηλώνουν οι ρηματικοί τύποι κρίνομεν και ενθυμούμεθα το όργανο που χρησιμοποιούν οι Αθηναίοι είναι ο λόγος και ως εσωτερικός, ενδιάθετος λόγος -σκέψη και διανόηση- και ως προφορικός λόγος, κυρίως δε ως διάλογος που αναπτύσσεται στα συλλογικά όργανα της πολιτείας (κυρίως στην Εκκλησία του Δήμου και στη Βουλή των Πεντακοσίων). Μέσα από το διάλογο, βασική προϋπόθεση και θεμέλιο λίθο της δημοκρατίας, διατυπώνονται και κρίνονται όλες οι απόψεις και οι προτάσεις, που θεωρούνται ισότιμες, ακόμα και αν είναι αντίθετες μεταξύ τους. Ο λόγος και ο αντίλογος, οι προτάσεις και οι αντιπροτάσεις συνεπικουρούν στη λήψη των ορθότερων αποφάσεων, αφού αυτές απορρέουν από τον ολόπλευρο φωτισμό ενός θέματος και κατατοπισμό εκείνων που με την ψήφο τους θα την πάρουν. Έτσι, ο διαφωτιστικός και ενημερωτικός λόγος αναδεικνύεται σε δύναμη δράσης, εδραίωσης της πολιτικής ελευθερίας και σωστού προσανατολισμού της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Τα όσα αναφέρει εδώ ο Περικλής έρχονται σε αντίθεση με τη Σπάρτη, όπου στις συνελεύσεις οι πολίτες χρησιμοποιούσαν αρχέγονες μορφές έγκρισης ή απόρριψης πάνω σε προτάσεις που διατύπωνε η Γερουσία- δια ανατάσεως των χειρών ή δια βοής. Το λόγο αντιθέτως οι Σπαρτιάτες τον περιφρονούσαν γιατί τον θεωρούσαν ως αίτιο φθοράς και παρακμής των θεσμών και των ανθρώπων και οι ίδιοι είχαν υιοθετήσει το «λακωνίζειν».
Ο Περικλής ενισχύει τις απόψεις του λέγοντας ότι οι Αθηναίοι δε θεωρούν ότι τα λόγια είναι επιζήμια για τη δράση, αλλά ότι είναι βλαβερό να μη φωτίζουν με τη συζήτηση όλα τα ζητήματα πριν επιχειρήσουν να πραγματοποιήσουν κάτι. Με αξιοσημείωτη ικανότητα ο έμπειρος πολιτικός κατορθώνει να παρουσιάσει στον αθηναϊκό τρόπο ζωής γόνιμα συγκερασμένα και τέλεια εναρμονισμένα δύο στοιχεία που σε άλλους Έλληνες φαίνονται ασυμβίβαστα και αντιφατικά: το λόγο και τα έργα, τη θεωρία και την πράξη. Έτσι, μέσα από τα λόγια του Περικλή αναβιώνει στο πρόσωπο του Αθηναίου πολίτη η ομηρική αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο αληθινός άνδρας πρέπει να είναι ταυτόχρονα μύθων ρητήρ και έργων πρηκτήρ.
Απέναντι στη θετική αποτίμηση του λόγου που κάνει ο Περικλής κάποιος ίσως θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η εκ των προτέρων γνώση του κινδύνου σε περίοδο πολέμου μπορεί να έχει και αρνητικές συνέπειες, δηλαδή χαλάρωση της επαγρύπνησης, σε περίπτωση υποτίμησης του αντιπάλου, και δισταγμό και δειλία, σε περίπτωση υπερτίμησής του. Ο Περικλής όμως σπεύδει να υποστηρίξει ότι οι Αθηναίοι μπορούν να ενσαρκώνουν το γνήσιο ανθρώπινο ηρωισμό στους πολεμικούς κινδύνους, συνδυάζοντας αρμονικά τη σκέψη με την τόλμη, τη γενναιότητα με το λογισμό. Η ενημέρωση και η επίγνωση της πραγματικότητας δεν τους προξενεί φόβο και δειλία, αλλά αντίθετα ακονίζει τη ρώμη της ψυχής και χαλυβδώνει το αγωνιστικό τους φρόνημα. Η ανδρεία σύμφωνα με τον ορισμό που επιχειρεί ο Περικλής αποκτά ουσιαστικό περιεχόμενο και ταυτίζεται με την αρετή, καθώς αποτελεί καρπό υπεύθυνης και λελογισμένης αξιολόγησης των καταστάσεων, των αγαθών που απαρνιέται και των δεινών που περιμένουν κάποιον.  Η βαθιά συνείδηση, η γνώση των περιστάσεων και η κρίσιμη προσωπική επιλογή του πρακτέου την ώρα της μάχης προϋποθέτουν ώριμες και υπεύθυνες προσωπικότητες με ελεύθερο φρόνημα και ανώτερο ήθος, που μόνο οι Αθηναίοι απ΄ όλους τους Έλληνες διαθέτουν. Έτσι ο ηρωισμός των Αθηναίων βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ακραίες καταστάσεις, το θράσος και τη δειλία, και παρουσιάζεται ως μεσότητα, γι΄ αυτό ως ιδανικό.
Ο ρήτορας συνεχίζοντας την παρουσίαση του χαρακτήρα των Αθηναίων στο πλαίσιο της σύγκρισής τους με τους άλλους λαούς, μεταφέρεται σε ένα νέο επίπεδο: στην αρετή. Η πολυσήμαντη αυτή λέξη παίρνει στα λόγια του Περικλή ηθικό περιεχόμενο και αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο προσφέρουν τις ευεργεσίες και στον τρόπο με τον οποίο αποκτούν και διατηρούν τις φιλίες τους οι Αθηναίοι.
Οι Αθηναίοι καταφέρνουν και στον ηθικό χώρο να συγκεραίνουν με θαυμαστό τρόπο δύο αντιφατικά ψυχικά χαρακτηριστικά, τον αλτρουισμό και τη φιλανθρωπία με τη φυσική ροπή για ιδιοτέλεια και μικροϋπολογισμό. Έτσι, η ευεργετική τους διάθεση εκδηλώνεται στην απόκτηση φίλων με τρόπο ώστε όχι μόνο να αποκτώνται οι φίλοι μέσω φιλάνθρωπης μεθόδου, αλλά και να διατηρούνται οφείλοντας την ανταπόδοσή της. Σε μοναδική εξαίρεση απ΄  όλες τις ελληνικές πόλεις οι Αθηναίοι με το κράτος τους σκορπούν προς κάθε κατεύθυνση την αγαθοποιό δράση τους, βοηθώντας όσους έχουν ανάγκη, χωρίς σκοπιμότητες οδηγημένοι μόνο από την ηθική δύναμη που διαθέτουν και την πίστη τους στην αξία της ελευθερίας.
Η υπερβολική τοποθέτηση του Περικλή επανειλημμένα θεωρήθηκε ότι παρουσιάζει όχι απλά ανυπόστατα χαρακτηριστικά των Αθηναίων αλλά και κυνικές ανακολουθίες προς την αδυσώπητη πραγματικότητα της αθηναϊκής πολιτικής, που στα πλαίσια της ηγεμονίας αντιμετώπιζε τους συμμάχους όχι ως φίλους αλλά ως υποτελείς.  
Ανεξάρτητα πάντως με το αν η προσφορά των Αθηναίων προς τους άλλους ήταν ανιδιοτελής ή όχι ο Περικλής μέσα από έναν υπερβάλλοντα ζήλο προσπαθεί να εξάρει την ηθική στάση των συμπολιτών του και να ενισχύσει το συναίσθημα της ανωτερότητας και της εθνικής τους υπερηφάνειας. Αυτό βέβαια είναι απαραίτητο τη δεδομένη στιγμή γιατί οι Αθηναίοι βρίσκονται στην αρχή ενός πολέμου με αντιπάλους τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι αυτοπαρουσιάζονταν ως προστάτες της ελευθερίας των ελληνικών πόλεων από την ηγεμονική και βάναυση συμπεριφορά της Αθήνας.
Το πολίτευμα των Αθηναίων, οι τρόποι και κυρίως η δύναμη της ηγεμονίας τους ετοιμάζονται να τοποθετηθούν σε ένα χώρο υπεργήινο, σε μια διάσταση διαχρονική ως μοναδικά πρότυπα για όλους τους ανθρώπους όλων των κατοπινών χρόνων. Τη μοναδικότητα και τη μετάθεση στο χώρο του υπερβατικού προετοιμάζει ο ρήτορας ήδη από την παράγραφο 2 του κεφαλαίου με το «μόνοι γάρ ... « και «και μόνη ουτε τω πολεμίω...» και τελευταία με το «και μόνοι ... αδεως τινά ωφελουμεν». Ο επαινετικός λόγος πια κλιμακωτά μετατρέπεται σε διθύραμβο, ο οποίος ξεφύγει από τα στενά όρια της σύγκρισης με τους Σπαρτιάτες ή τους άλλους Έλληνες και ανεβαίνει σε επίπεδο απόλυτης κατηγόρησης.  
Στην αντιπαράθεση των αντινομικών στοιχείων που οι Αθηναίοι μπορούν να εναρμονίζουν σε μια ανώτερη μορφή ανθρώπινης ζωής, χρησιμοποιεί ο ρήτορας το προσφιλές σχήμα της αντίθεσης. Έτσι σε κάθε φράση του κεφαλαίου βρίσκουμε και μια καινούργια σύνθεση πλασμένη από αντιθετικές αξίες: «Φιλοκαλούμε, αλλά και φιλοσοφούμε, είμαστε φίλοι του ωραίου αλλά και της δράσης, μας απασχολούν τα οικεία, όχι όμως περισσότερο όμως από τα πολιτικά. Σαν πολίτες τολμούμε, αλλά κάνουμε άφθονη χρήση του λογισμού. Γνωρίζουμε τα δεινά και τα ηδέα, αλλά δεν αποτραβιόμαστε από τους πολεμικούς κινδύνους. Αποκτούμε φίλους ευεργετώντας και όχι ευεργετούμενοι και ευεργετούμε όχι από υπολογισμό του συμφέροντος αλλά γιατί εμπιστευόμαστε στο φιλελεύθερο φρόνημά μας».
Αξίζει όμως να επισημανθεί ότι η εκφραστική αυτή τεχνική της αντίθεσης στα χέρια του Θουκυδίδη δεν καταντά στείρος και άγονος φορμαλισμός, γιατί είναι συνδυασμένη σε όλη την ανιούσα κλιμάκωσή της με ανάλογη ένταση στοχασμού. Έτσι, η αντιθετική δείνωση του θουκυδίδειου ύφους αποκαλύπτει και στην περίπτωση αυτή με τον πιο εύγλωττο τρόπο τον απέραντο δυναμισμό της σκέψης του ιστορικού.




Κεφάλαιο 41

ΠΙΣΤΙΣ
Ανακεφαλαίωση επαίνου πολιτείας και πολίτη.
Η Αθήνα σχολείο της Ελλάδας.
Αρχή του επαίνου των προκείμενων νεκρών.

Βασικό θέμα

Η πόλη ως σύνολο και οι πολίτες ως άτομα είναι οι συντελεστές του μεγαλείου της Αθήνας, γι΄ αυτό και η θυσία των νεκρών για την υπεράσπιση της πόλης είναι κάτι φυσικό. 

Δομή κεφαλαίου

1.  Ο πανελλήνιος παιδευτικός ρόλος της Αθήνας. Η αυτάρκεια και η πολυμέρεια του Αθηναίου πολίτη.
2. Η Αθήνα στην πραγματικότητα ξεπερνά τη φήμη της και η αξία και δύναμή της αναγνωρίζονται από εχθρούς και φίλους.
3. Διαχρονική δόξα της Αθήνας, της οποίας αδιάψευστα σημεία είναι τα διάσπαρτα μνημεία σε όλα τα σημεία της γης.

4. Σύζευξη της δύναμης της πόλης με τους πεσόντες και τους ζώντες: οι προκείμενοι νεκροί δίκαια θυσιάστηκαν, οι ζωντανοί πρέπει να είναι πρόθυμοι να θυσιαστούν για χάρη της πόλης.

 

Ερμηνευτική προσέγγιση

     Το κεφάλαιο 41 στο μεγαλύτερο μέρος του (παράγραφοι 1-4) αποτελεί ανακεφαλαίωση όσων ανέπτυξε εκτενώς ο ρήτορας στα κεφάλαια 36.4-40. Η ανακεφαλαίωση αυτή (που εισάγεται με τη φράση Ξυνελών τε λέγων) ονομάζεται πίστις και με αυτή ολοκληρώνεται το πρώτο και κυριότερο μέρος της πρόθεσης, δηλαδή ο έπαινος των τρόπων. Από την παράγραφο 5 του κεφ. 41 ο ομιλητής πραγματεύεται το δεύτερο μέρος της πρόθεσης, δηλαδή τον έπαινο των νεκρών που θα συνεχιστεί και θα περατωθεί στο επόμενο κεφάλαιο.
     Από τις πρώτες κιόλας λέξεις του κεφαλαίου γίνεται φανερό ότι ο λόγος ανεβαίνει από το επίπεδο του επαίνου στο επίπεδο του πιο λαμπρού διθυράμβου απ΄ όσους έχουν γραφεί για το «κλεινόν άστυ» της Παλλάδος. Ενώ στα προηγούμενα κεφάλαια σε κάθε εγκωμιαζόμενο για την πόλη του στοιχείο ο ρήτορας φρόντιζε να προβάλλει άμεσα ή έμμεσα πίσω από την Αθήνα τη Σπάρτη ως υποδεέστερη, εδώ δηλώνει ευθαρσώς, σπρώχνοντας λίγο τον ακροατή προς την κατεύθυνση των δικών του απόλυτων συναισθημάτων, ότι η Αθήνα με το πολίτευμά της και με τους τρόπους ζωής που καθιέρωσε δίνει μορφωτικά πρότυπα σε όλες τις Ελληνικές πόλεις.
     Η πόλη χαρακτηρίζεται ως Ελλάδος παίδευσις και η αλήθεια αυτού του χαρακτηρισμού αναγνωριζόταν από πολλές και διαφορετικές πλευρές. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Αθήνα της εποχής του Περικλή συνέρρε ένας μεγάλος αριθμός πνευματικών ανθρώπων από κάθε γωνιά της Ελλάδος αλλά και τις αποικίες. Είναι η εποχή κατά την οποία σοφοί άνδρες, σοφιστές, φιλόσοφοι, ποιητές αναπτύσσουν ελεύθερα τις προσωπικές απόψεις τους και δημιουργούν τις προϋποθέσεις που θα οδηγήσουν στο αποκορύφωμα της πνευματικής κίνησης. Δικαιολογημένα λοιπόν πολλοί αρχαίοι συγγραφείς παρουσιάζουν την Αθήνα ως πομπό πνευματικής ακτινοβολίας σε όλο τον ελληνικό κόσμο. Έτσι η Αθήνα είναι:
-        πρυτανεῖον τῆς σοφίας (Πλάτ. Πρωταγ. 337d )
-        κοινόν παιδευτήριον πᾶσιν ἀνθρώποις (Διοδωρ. ΧΙΙΙ, 27)
-        ἐστία καί πρυτανεῖον τῆς ῾Ελλάδος (Αθην. VI, 65, 254b)

-        δαιμόνιον πτολίεθρον (Πίνδ. 64Β)
-        ῾Ελλάδος ῾Ελλάς ᾿Αθῆναι (επίγραμμα Θουκ)
-        φιλόλογος και πολυλόγος (Πλάτ. Νόμοι 641e)
     Είναι αξιοσημείωτο ότι από την αρχή του Επιταφίου λόγου έγινε από το ρήτορα μια προσπάθεια να αναδειχθεί η διαλεκτική σχέση μεταξύ πόλης και πολίτη και να στηριχθεί πάνω σε αυτή η πρόοδος και η ευημερία των πολιτών. Το ίδιο στοιχείο αξιοποιείται και εδώ, καθώς τονίζεται ότι η πόλη διαπλάθει στην ιδιαίτερη περίπτωση του κάθε πολίτη χωριστά προσωπικότητες άρτιας τελειότητας και ακεραίωσης, γιατί ο καθένας είναι ικανός σε κάθε εκδήλωση της ζωής του να εκφράζεται άνετα, εύστροφα με απόλυτη πληρότητα και αυτάρκεια. Μπορεί ο κάθε Αθηναίος πολίτης να είναι συγχρόνως τέλειος επαγγελματίας, τέλειος πολιτικός, τέλειος πολεμιστής, τέλειος καλλιτέχνης, αντίθετα προς το Σπαρτιάτη, ο οποίος μπορούσε να είναι καλός μόνο στα πολεμικά. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς τους τομείς στους οποίους διακρίθηκαν ο Σόλων (πολιτικός, νομοθέτης, ποιητής, έμπορος) ή και ο ίδιος ο Περικλής (ρήτορας, πολιτικός, φιλόσοφος, στρατηγός).  Αυτή η πολυμέρεια, η ικανότητα της πολύπλευρης δραστηριότητας ήταν ο παιδευτικός καρπός της πολιτείας. απαύγασμα της επιτηδεύσεως και των τρόπων της αθηναϊκής δημοκρατίας, για τα οποία μίλησε ο Περικλής σε προηγούμενα κεφάλαια. Σύμφωνα με μια εύστοχη παρατήρηση, το πνεύμα αυτό της πολυμέρειας εκφράζεται επίσης σε δύο μεγάλα έργα της ελληνικής τέχνης: στο διάζωμα του Παρθενώνα και στην Ορέστεια του Αισχύλου. Στο πρώτο έργο η πομπή των Παναθηναίων δείχνει αφενός την ατομική αυτάρκεια των μελών που απεικονίζονται και συνάμα τον άρρηκτο και αρμονικό δεσμό τους με το σύνολο. Στο δεύτερο επίσης- ιδίως στις Ευμενίδες- προβάλλεται η ιδέα του μέτρου που είναι όμως τόσο σημαντική για μια δημοκρατική πολιτεία.
     Ο Περικλής δεν αφήνει περιθώρια να θεωρηθούν οι απόψεις του συνηθισμένες εκφραστικές μεγαλοστομίες που επιβάλλονται από τη συγκεκριμένη περίσταση αλλά δηλώνει ότι τα λεγόμενά του αποτελούν μια γνήσια ρεαλιστική έκφραση που στηρίζεται στην αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα της αθηναϊκής δύναμης. Και αυτή η δύναμη της πόλης δε χρειάζεται μεγεθυντική παραμόρφωση με παχιά λόγια για να προκαλέσει το θαυμασμό, αλλά τα χνάρια που άφησε διατρανώνουν μόνα τους την αλήθεια.
     Η μοναδικότητα της οικονομικής και στρατιωτικής δύναμης της Αθήνας την εποχή του Περικλή καταγράφεται από τον ίδιο το Θουκυδίδη στο κεφάλαιο 13 του Β΄ βιβλίου της Ιστορίας του: στην Ακρόπολη ήταν αποταμιευμένα 6.000 τάλαντα και κάθε χρόνο τα τακτικά έσοδα ανέρχονταν στα 1.000 τάλαντα συμπεριλαμβανομένου του συμμαχικού φόρου που ξεπερνούσε τα 600 τάλαντα. Επιπλέον, οι στρατιωτικές δυνάμεις της πόλεις αποτελούνταν από 29.000 οπλίτες, 1.200 ιππείς, 1.600 τοξότες  και 300 πολεμικά πλοία σε άριστη κατάσταση. Για τα πλοία αυτά απαιτούνταν 50.000 κωπηλάτες και 5.000 οπλίτες μαζί με τους αξιωματικούς τους.
    Η μοναδική και αξεπέραστη δύναμη της Αθήνας σύμφωνα με τον Περικλή αποκτήθηκε «από τωνδε των τρόπων». Η επανάληψη της έννοιας των τρόπων, όπως αυτοί εκφράζονται στο δημοκρατικό πολίτευμα, το φιλελεύθερο παιδαγωγικό και στρατιωτικό σύστημα, την υπεύθυνη συμμετοχή στα κοινά, το λελογισμένο ενσυνείδητο θάρρος, το συγκερασμό υλικών και πνευματικών απολαύσεων, τη φιλάνθρωπη συμπεριφορά προς τους άλλους, συνδέει επιτυχημένα το νήμα του λόγου του Περικλή με την αρχική πρόταση (κεφ. 36.4 εξ οιων τρόπων) που είχε πλέον αρκετά ξεμακρύνει. 
     Στο σημείο αυτό θα περίμενε κανονικά κανείς να παρατεθούν αυτά που στην αρχαία ρητορική ονομάζονται «σημεία» και «μαρτυρίες», δηλαδή τα αποδεικτικά στοιχεία παρμένα κυρίως από το ιστορικό παρελθόν που θα έπειθαν για την ακαταμάχητη πολεμική ισχύ του κράτους των Αθηνών (η κατεξοχήν πίστις). Ο ρήτορας όμως έχει τόσο πολύ επεκταθεί στην ανάπτυξη των «τρόπων», ώστε δεν έχει πλέον περιθώρια να εκθέσει λεπτομερώς αυτές τις μαρτυρίες, ενώ από την άλλη μεριά δεν του επιτρέπεται να τις παραλείψει ολωσδιόλου. Καταφεύγει λοιπόν σε ένα ρητορικό ελιγμό και διατυμπανίζει οτι δε χρειάζονται κομπασμοί αλλά η δύναμη της Αθήνας αποκαλύπτεται στα ίχνη που άφησαν στον πέρασμα του χρόνου τα έργα της και τα γεγονότα.
     Για να μη θεωρηθούν όμως οι απόψεις του ανίσχυροι ισχυρισμοί, ο Περικλής καταθέτει συγκεκριμένα επιχειρήματα με σύντομο και λιτό τρόπο:
¨   όλοι γνωρίζουν τη δύναμη της Αθήνας, αλλά όταν έρθει η ώρα να φανεί η αξία της, αποδεικνύεται οτι έχει περισσότερη δύναμη από αυτή που εκτιμούσαν οι άλλοι.
¨   όσοι τολμούν να επιτεθούν στην Αθήνα και νικηθούν, δε βαρυγκομούν γιατί ηττήθηκαν από κατώτερο αντίπαλο, αλλά αποδέχονται την ήττα τους ως φυσικό επακόλουθο της ανωτερότητας των Αθηναίων. Αυτή η αναγνώριση από τους εχθρούς αποτελεί την καλύτερη απόδειξη της δύναμης των Αθηναίων.
¨   οι υπήκοοι δεν παραπονιούνται με τη δικαιολογία οτι εξουσιάζονται από κάποιους που δεν είναι ισχυροί, ώστε να τους προστατεύσουν, αλλά αποδέχονται την κυριαρχία των Αθηναίων με ευχαρίστηση και με τη βεβαιότητα οτι προστατεύονται. Και αυτή η αναγνώριση αποτελεί απόδειξη της δύναμης των Αθηναίων.  
     Ο ομιλητής φαίνεται οτι στο σημείο αυτό περνά από τον απλό έπαινο στον απαράμιλλο διθύραμβο, στο εγκώμιο της μοναδικής πολιτείας, που η δύναμή της δεν είναι απλώς υλική, αλλά κυρίως πνευματική, πολιτιστική γι’  αυτό και δεν μπορεί κανείς να αντιδρά ή να δυσανασχετεί, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο.
     Πρέπει να επισημάνουμε μάλιστα οτι στο κεφάλαιο αυτό ο ρήτορας έχει συλλάβει και συνειδητοποιήσει τη θέση της Αθήνας στο ιστορικό γίγνεσθαι, όταν αναφέρεται στο θαυμασμό προς την πόλη των συγχρόνων του και των μεταγενεστέρων (θαυμασθησόμεθα). Το μεγαλείο της πόλης είναι συγχρονικό και διαχρονικό και υπάρχουν γι’  αυτό μαρτυρίες και αποδείξεις. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Περικλής διανθισμένη με ρητορικά σχήματα, επαναλήψεις και βεβαιωτικά μόρια, φανερώνει το πόσο πιστεύει στην αξία και τη σπουδαιότητα της πόλης και για τη σημασία της στην προοπτική του χρόνου. Είναι εκπληκτική η προφητική οξυδέρκεια του Περικλή στο εδάφιο αυτό, αφού προμαντεύει με τόση ακρίβεια την περίοπτη θέση που έμελλε να καταλάβει η Αθήνα στην πολιτική και ιδιαίτερα στην πνευματική ιστορία ολόκληρης της ανθρωπότητας.
     Σύμφωνα μάλιστα με το εγκώμιο αυτού του τμήματος, η ηγεμονική Αθήνα με την αποδεδειγμένη ιμπεριαλιστική ισχύ της ξεπέρασε και το μύθο και την ανάγκη της επικής φήμης. Δε χρειάζεται τη λεξιμαγική ικανότητα ούτε του Ομήρου ούτε κανενός άλλου συγγραφέα, γιατί στη θέση της ωραιολογίας που τρέπει για μια μόνο στιγμή η Αθήνα διαθέτει ακατάλυτα χνάρια που θα σαλπίζουν αιώνια τη δόξα της δύναμής της. Τέτοια αδιάψευστα σημάδια είναι:
¨        η εξάπλωση και η διείσδυση της Αθήνας σε κάθε θάλασσα και στεριά, δηλαδή σε όλα τα μέρη του τότε γνωστού κόσμου, κάτι για το οποίο τους θαύμαζαν όλοι.
¨        τα αιώνια μνημεία που έστησαν παντού οι Αθηναίοι και που θυμίζουν αποτυχίες ή επιτυχίες, νίκες ή ήττες (οι στρατιωτικές αποτυχίες δείχνουν και αυτές την τόλμη και τη δύναμη των Αθηναίων, όπως για παράδειγμα η οικτρή αποτυχία του, όταν πραγματοποίησαν την υπερπόντια εκστρατεία στη Μέμφη της Αιγύπτου το 459 π.Χ. για να χτυπήσουν περσική δύναμη).
     Με την αναφορά του στον Όμηρο ο ρήτορας δεν αποδοκιμάζει τον ίδιο, την ποίησή του ή την ποίηση γενικότερα, αλλά τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζονται σε αυτήν πρόσωπα και γεγονότα. Ο ποιητής ή ο λογογράφος στην προσπάθειά του να τέρψει και να θέλξει τους ακροατές ή αναγνώστες του αντλεί πολλά στοιχεία από τη σφαίρα της φαντασίας, συνήθως υπερβολικά, τα οποία πάντως είναι αναξιόπιστα ως φορείς ιστορικής αλήθειας. Οι ποιητές λοιπόν (και οι λογογράφοι) δεν είναι κατάλληλοι για την παρουσίαση της αλήθειας ως προς τη δύναμη της Αθήνας, γιατί όποιος ακούσει τους επαίνους τους θα απογοητευτεί, όταν αργότερα γνωρίσει την αλήθεια, ή πολύ δύσκολα θα τους πιστέψει στην αρχή.
     Ο Θουκυδίδης στο σημείο αυτό θέλει να αντιδιαστείλει την ιστορική αλήθεια με την ποιητική, τη δική του αντικειμενικότητα στην παρουσίαση της αλήθειας με τον τρόπο εξιστόρησης των γεγονότων από τους λογογράφους και να τονίσει την αξιοπιστία του δικού του έργου στο σύνολό του, αλλά και του επαίνου που συνθέτει στα πλαίσια αυτού του λόγου για την πόλη της Αθήνας.
     Σύμφωνα με τον Ι.Θ.Κακριδή «… Μεγάλη σημασία πρέπει να δώσουμε στο βάρος που κερδίζουν στο κεφάλαιο οι μετοχές και το κύριο ρήμα με την έκτασή τους: παρασχόμενοι, θαυμασθησόμεθα, προσδεόμενοι, καταναγκάσαντες, ξυγκατοικίσαντες (όλες οι μετοχές σύνθετες, 5σύλλαβες οι δύο πρώτες, 6σύλλαβες οι τελευταίες, 6 σύλλαβο το ρήμα). Αν διαβάζοντας τη φράση αυτή νιώθουμε πάλι να μας συνεπαίρνει ο ρυθμός της και να μας αφήνει πεισμένους απόλυτα, δίχως τη δύναμη και τη θέληση να αντιμιλήσουμε, αυτό γίνεται πρώτα από όλα από την επιβολή που ασκούν πάνω μας οι ρηματικοί αυτοί τύποι με τον όγκο τους. Με το πολυσύλλαβο ρήμα ο ισχυρισμός, πως η δύναμη της πόλης παρουσιάζεται με απτές αποδείξεις και βέβαια όχι χωρίς μάρτυρες, παίρνει στ’  αλήθεια κύρος ακλόνητο- πρόσεξε και τη λιτότητα, ακόμα τη συσσώρευση των βεβαιωτικών. Η απάρνηση του Ομήρου και των λογογράφων γίνεται πιο έντονη, η υποταγή της ξηράς και της θάλασσας στην τόλμη των Αθηναίων πιο βαριά, τα μνημεία που συγκατοικίζει η πόλη σε όλες τις χώρες, πιο μεγάλα. Πάνω από όλα το κύριο ρήμα (θαυμασθησόμεθα) με την έκτασή του βοηθά να ζήσουμε όσο γίνεται πιο δυνατά των ανθρώπων όλων, και των τωρινών και των μελλουμένων, το θάμπος μπροστά στο μεγαλείο της Αθήνας».
     Ολοκληρώνοντας τον έπαινο της πολιτείας και των τρόπων ο Περικλής ανακεφαλαιώνει όσα ανέφερε προηγουμένως, λέγοντας οτι «για μια τέτοια πόλη αυτοί εδώ έπεσαν πολεμώντας γενναία, πιστεύοντας οτι ήταν καθήκον τους να μην τη χάσουν και είναι φυσικό καθένας από όσους μένουν στη ζωή να μοχθεί με προθυμία γι’  αυτήν». Με τη μεταβατική αυτή περίοδο, ο ομιλητής από τη μία ερμηνεύει την αυτοθυσία των νεκρών κατά γενικό τρόπο και από την άλλη απευθύνει προτροπή σε αυτούς που έχουν μείνει πίσω, υπενθυμίζοντάς τους το καθήκον τους απέναντι στην πόλη.
     Ο ρήτορας φαίνεται να αντιμετωπίζει ρεαλιστικά τα πράγματα. Έτσι, σε αυτό το σημείο δε φαίνεται να αποδίδει την πράξη των νεκρών σε κάποια ιδεολογία ή συναισθηματισμό της στιγμής. Η σκέψη του φαίνεται να ακολουθεί την εξής πορεία: «Κάθε άνθρωπος πρέπει να αγωνίζεται για την ευτυχία του. Η ευτυχία των Αθηναίων απορρέει από την πόλη τους. Επομένως, κάθε Αθηναίος πρέπει να αγωνίζεται για την υπεράσπιση της πόλης του».
     Από την άλλη μεριά, η προτροπή του Περικλή προς τους επιζώντες φανερώνει την άποψή του ότι η υπεράσπιση  της πόλης συμφέρει τους πολίτες. Γι’  αυτό δε χρησιμοποιεί κανένα ρήμα που να δηλώνει υποχρέωση ή καταναγκασμό, αλλά το εικός εστί. Είναι φυσικό και λογικό συνάμα να αγωνίζεται κανείς για την υπεράσπιση ενός ακριβού και ανεκτίμητου αγαθού, όπως ακριβώς φαντάζει στα μάτια του ρήτορα η πόλη της Αθήνας. Ο Περικλής συνειδητοποιεί πως η περίσταση απαιτεί υπερασπιστές πρόθυμους να θυσιαστούν για την πόλη και προσπαθεί να επηρεάσει τους ακροατές του, όχι τόσο συναισθηματικά όσο διανοητικά και να τους πείσει πως η υπεράσπιση της πατρίδας ισοδυναμεί με την υπεράσπιση του ίδιου τους του εαυτού και πως το συμφέρον τους επιβάλλει αυτόν τον αγώνα και στην ανάγκη τη θυσία τους.
     Η τελευταία αυτή αποστροφή του ομιλητή στους επιζώντες συνδέει το κεφάλαιο 41 με το αναμενόμενο παραινετικό μέρος που θα ακολουθήσει (κεφάλαιο 42).

 

 

Ετυμολογικά σχόλια


παίδευσις< παιδεύω
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: παῖς, παιδί, παιδικός, παιδεία, παιδαγωγός, εκπαιδευτικός,

δοκῶ
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: δόξα, δόγμα, δογματικός, απροσδόκητος.
Συνώνυμα α.ε.: οἴομαι-οἶμαι, φαίνομαι, νομίζω, ἡγοῦμαι, ὑπολαμβάνω, φρονῶ

εὐτράπελος< εὖ + τρέπομαι
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: τροπή, τρόπος, εκπτροπή, ανατροπή, αποτροπή, υποτροπή, παρεκτροπή

κακοπαθῶ< κακῶς + πάσχω
Ομόρριζα-παράγωγα  ν.ε.: πάθος, πάθημα, πάθηση, παθητικός, απαθής
Συνώνυμα α.ε.: ὑποφέρω, κάμνω, πονῶ
Αντώνυμα α.ε.: ευδαιμονῶ, ευτυχῶ, ἡρεμῶ

κατάμεμψις< κατά + μέμφομαι
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: μομφή, μεμπτός, άμεμπτος, αξιόμεμπτος

τέρπω
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: τέρψη, τερπνός, Τερψιχόρη
Συνώνυμα α.ε.: ἀγάλλω, καλλύνω, κοσμῶ, λαμπρύνω
Αντίθετα α.ε.: ἀνιῶ, λυπῶ

ὑπόνοια< ὑπονοέω,-ῶ
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: νόηση, νόημα, νοήμων, νοημοσύνη, νοητός, ανόητος,   μετάνοια, διάνοια, παράνοια, πρόνοια

ἐσβατόν< εἰς +  βαίνω
Ομόρριζα-παράγωγα ν.ε.: βάση, βήμα, βαθμός, βέβαιος, βακτηρία, βωμός, βάθρο, βατός


 

















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου